ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων Διοικητικού Δικαστηρίου - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:DD:2021:359

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

Υπόθεση Αρ. 691/2021

 

18 Αυγούστου, 2021

 

[Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, ΠΔΔ.]

 

Αναφορικά με τα άρθρα 8, 9, 11, 28, 29 και 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

M. F.

Αιτητή,

 

-ΚΑΙ-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

.........

 

Π. Πιερίδης, για τον αιτητή

 

Γ. Χατζηπροδρόμου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Μ. Καλλιγέρου, ΠΔΔ.:  Ο αιτητής αιτείται δικαστικής απόφασης ως ακολούθως:

«Α.   Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση και/ή δήλωση των Καθ'ων η Αίτηση ημερομηνίας 19/04/21 με την οποία ανακηρύττουν και/ή δηλώνουν τον αιτητή ως απαγορευμένο μετανάστη (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α) είναι άκυρη, παράνομη, και/ή αντισυνταγματική και στερημένη οποιοσδήποτε νομικού αποτελέσματος.

 

Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 19/04/21 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β), για την έκδοση διατάγματος κράτησης εναντίον του Αιτητή, είναι άκυρη, παράνομη και/ή αντισυνταγματική και στερημένη οποιοσδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

 

Β.   Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ'ων η Αίτηση ημερομηνίας 19/04/21 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ) με την οποία εκδόθηκε διάταγμα απέλασης εναντίον του αιτητή λόγω του ότι παρέμενε στην Κύπρο παράνομα είναι άκυρη, παράνομη, και/ή αντισυνταγματική και στερημένη οποιοσδήποτε νομικού αποτελέσματος.

 

Γ.   Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή για ακύρωση του διατάγματος κράτησης και απέλασης και επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, με επιστολή του Γ. Θ. για Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερ. 23/6/2021 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ) είναι άκυρη, παράνομη και/ή αντισυνταγματική και στερημένη οποιοσδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

 

Δ.  Διάταγμα άμεσης απελευθέρωσης του Αιτητή.»

 

Όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, αλλά και την περιγραφή των κύριων γεγονότων από την Ένσταση της Δημοκρατίας, ο αιτητής είναι υπήκοος του Πακιστάν. Αφίχθηκε στην Κύπρο σε άγνωστη ημερομηνία από το παράνομο αεροδρόμιο της Τύμβου και σε άγνωστο χρόνο και από άγνωστο σημείο εισήλθε και διέμενε παράνομα στις ελεύθερες περιοχές.

 

Την 1/12/2017 αιτήθηκε πολιτικού ασύλου. Tο αίτημα του εξετάστηκε στις 27/5/2018 και απορρίφθηκε. Στις 21/6/2018 επιδόθηκε στον αιτητή η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.  Ο αιτητής προσέφυγε στις 9/7/2018 στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία στις 13/4/2020 απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή.  Από τις 6/5/2020, ημερομηνία κατά την οποία η πιο πάνω απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή, ο αιτητής συνέχιζε να παραμένει στο έδαφος της Δημοκρατίας.

 

Στις 12/2/2021 ο αιτητής εντοπίστηκε στην Κακοπετριά και μετά από έλεγχο των στοιχείων του διαπιστώθηκε ότι παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία και ως εκ τούτου συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση, αφού διαπιστώθηκε ότι δεν εκκρεμούσε προσφυγή του στο Δικαστήριο κατά της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων.

 

Ο Διευθυντής του Τμήματος Μετανάστευσης εξέδωσε την ίδια μέρα, 12/2/2021, διάταγμα κράτησης και απέλασης του αιτητή, δυνάμει του άρθρου 14 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων (Κεφ. 105), καθότι ο αιτητής παρέμενε παράνομα στην Κύπρο από 21/7/2020, ημερομηνία κατά την οποία έληξε η προθεσμία προσφυγής κατά της απορριπτικής απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων. Ο Διευθυντής αποφάσισε πως δεδομένου ότι δεν υπήρχε δηλωμένη διεύθυνση διαμονής του αιτητή, δεν υπήρχε περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.  Τα ρηθέντα διατάγματα ημερομηνίας 12/2/2021 επιδόθηκαν στον αιτητή στις 15/2/2021.

 

Στις 23/2/2021 ο δικηγόρος του αιτητή υπέβαλε αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου του αιτητή στην Υπηρεσία Ασύλου, αίτημα που θεωρήθηκε παράτυπο και δεν καταχωρήθηκε στο σύστημα της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Στις 2/3/2021 ο αιτητής καταχώρησε την προσφυγή Αρ. 246/2021 στο Διοικητικό Δικαστήριο Κύπρου, προσβάλλοντας την απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος ημερομηνίας 12/2/2021 για την έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, (η οποία αποσύρθηκε στις 22/3/21, ενόψει των εξελίξεων που ακολούθησαν, ως κατωτέρω).

 

Στις 18/3/2021 ο αιτητής υπέβαλε προσωπικά αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου του στην Υπηρεσία Ασύλου από τον χώρο κράτησης του και ως εκ τούτου την ίδια μέρα το διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 12/2/2021 ακυρώθηκε και εκδόθηκε νέο διάταγμα κράτησης, βάσει του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000). Το διάταγμα απέλασης ίδιας ημερομηνίας ανεστάλη. Ειδικότερα στις 18/3/2021 ο Διευθυντής του Τμήματος εξέδωσε διάταγμα κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, (Ν.6(Ι)/2000), με την αιτιολογία ότι με δεδομένο ότι ο αιτητής δεν είχε δηλωμένη διεύθυνση διαμονής σύμφωνα με την Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, δεν υπήρχε περιθώριο για εναλλακτικά της κράτησης μέτρα και ότι ο αιτητής είχε την ευκαιρία να υποβάλει αίτηση ασύλου από 21/7/2020 όταν έληξε η προθεσμία προσφυγής κατά της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, μέχρι και την ημερομηνία σύλληψης του στις 12/2/2021. Ο κίνδυνος διαφυγής στοιχειοθετείτο στη βάση του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, (Ν.6(Ι)/2000), αφού δεν υπάρχει δηλωμένη διεύθυνσης διαμονής.

 

Στις 30/3/2021 εγκρίθηκε η αίτηση του αιτητή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας για Νομική Αρωγή Αρ. 86/2021, με σκοπό την καταχώριση προσφυγής κατά του διατάγματος κράτησης, ημερομηνίας 18/3/2021 και την επομένη μέρα, στις 31/3/2021 ο αιτητής καταχώρησε την προσφυγή Αρ.Δ.Κ. 39/21, προσβάλλοντας την έκδοση διατάγματος. Σημειώνεται ότι σε μεταγενέστερη ημερομηνία, ενόψει της  νέας ανάκλησης του διατάγματος κράτησης, (ως κατωτέρω περιγράφεται), η εν λόγω προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας αποσύρθηκε από τον συνήγορο του αιτητή.

 

Ειδικότερα στις 16/4/2021 αρμόδιος λειτουργός υπέβαλε σημείωμα προς τον Διευθυντή, σύμφωνα με το οποίο το εν λόγω διάταγμα κράτησης (επίδικο στην προσφυγή αρ. Δ.Κ. 39/2021) θα έπρεπε να ακυρωθεί και να εκδοθούν νέα διατάγματα κράτησης και απέλασης, σύμφωνα με τον περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο (Κεφ.105) και επίσης να προωθείτο η απέλαση του αιτητή.

 

Η πιο πάνω εισήγηση εγκρίθηκε από τον Διευθυντή στις 19/4/2021 και ως εκ τούτου το διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 18/3/2021 ακυρώθηκε, λόγω έκδοσης στις 19/4/2021 νέων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ. 105) (επίδικες αποφάσεις στην παρούσα προσφυγή). Στο διάταγμα κράτησης καταγράφηκε χειρόγραφα από τον Διευθυντή ότι: «Λαμβάνοντας υπόψη ότι υπάρχει μη συμμόρφωση με απόφαση επιστροφής, μη ύπαρξη διεύθυνσης συνηθούς διαμονής και επειδή σύμφωνα με το Κεφ. 105 άρθρο 6(Ι) είναι απαγορευμένος μετανάστης, δεν υπάρχει περιθώριο για εναλλακτικών της κράτησης μέτρων».

 

Την ίδια ημέρα, δηλαδή στις 19/4/2021, το διάταγμα απέλασης ημερομηνίας 19/4/2021 ανεστάλη, ώστε να διευκρινιστεί το θέμα του αιτήματος του αιτητή για επανάνοιγμα του φακέλου του στην Υπηρεσία Ασύλου.

 

Στις 22/4/2021 η Υπηρεσία Ασύλου με επιστολή της ενημέρωσε τον αιτητή ότι η αίτηση του ημερομηνίας 18/3/2021 για επανάνοιγμα του φακέλου του απορρίπτετο ως απαράδεκτη. Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επιδόθηκε στον αιτητή την ίδια ημέρα. Στην συνέχεια και ειδικότερα στις 23/4/2021 τα διατάγματα κράτησης και απέλασης, ημερομηνίας 19/4/2021 επιδόθηκαν στον αιτητή.

 

Στις 5/7/2021 ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο.

 

Ο δικηγόρος του αιτητή συμπλήρωσε σε σχέση με τα γεγονότα, και προσκόμισε αντίγραφα από τα δικόγραφα, ότι εναντίον της νομιμότητας της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 22/4/2021 για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης για άσυλο ως απαράδεκτης, ο αιτητής καταχώρησε ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας στις 4/5/21 την προσφυγή 2474/21 και στις 16/7/21 (2 ½ μήνες μετά την καταχώριση της προσφυγής και αφού προωθήθηκε προς εκτέλεση διάταγμα απέλασης), καταχώρησε και ενδιάμεση αίτηση στην προσφυγή εκείνη για έκδοση διατάγματος του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας για εξασφάλιση άδειας παραμονής.

Δόθηκαν οδηγίες για ταχύτατη εκδίκαση της προσφυγής, βάσει του άρθρου 11Α του Ν.3(Ι)/2021. Τόσο ο δικηγόρος του αιτητή όσο και η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση καταχώρισαν γραπτά υπομνήματα κατά τις διευκρινίσεις και ακούστηκαν και προφορικά. 

 

Ο δικηγόρος του αιτητή υποστήριξε ότι η απόφαση πάσχει κατά πλάνη περί το Νόμο, καθ' ότι βασίστηκε σε εσφαλμένη αιτιολογική βάση, τον περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο (Κεφ. 105), κατά παραγνώριση του γεγονότος ότι ο αιτητής στις 18/3/21 καταχώρησε αίτηση για επανάνοιγμά του φακέλου του ως αιτητής ασύλου και/ή για την εξέταση εκ των υστέρων αίτησης, άρα παρέμενε στην Κυπριακή Δημοκρατία νόμιμα υπό το καθεστώς του αιτητή ασύλου, και συνεπώς τα προσβαλλόμενα διατάγματα κράτησης και απέλασης, ημερομηνίας 19/4/2021, δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, (Κεφ. 105), θα πρέπει να ακυρωθούν.

 

Οι καθ' ων η αίτηση διαφωνούν και εισηγούνται πως ο αιτητής ήταν παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας και το γεγονός ότι καταχώρισε μεταγενέστερη αίτηση δεν τον μετέτρεπε αυτόματα σε αιτητή ασύλου, πριν την προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και κρίσης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου ως παραδεκτής αίτησης για περαιτέρω εξέταση της αίτησης στην ουσία της. Υποστηρίζοντας τη νομιμότητα της απόφασης του Διευθυντή, θεωρούν ότι ο αλλοδαπός που είχε στο παρελθόν καταχωρίσει αίτηση ασύλου και η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου κατέστη τελική, δεν είναι πλέον αιτητής ασύλου και ούτε μετατρέπεται σε αιτητή ασύλου μόνο με την καταχώριση της μεταγενέστερης αίτησης, αφού αυτή θα πρέπει να κριθεί πρώτα ως παραδεκτή από την Υπηρεσία Ασύλου.

 

Έχω μελετήσει επισταμένα τους επίδικους Νόμους, τον περί Προσφύγων Νόμο (Ν.6(Ι)/2000), τον περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο (Κεφ. 105) σε συνάρτηση με τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ σχετικά με κοινές διαδικασίες για την χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση), σε σχέση με τις διαδικασίες εξέτασης αιτήσεων ασύλου, μεταξύ αυτών και των μεταγενέστερων αιτήσεων, όσο και για τα δικαιώματα που απολαμβάνει ο αιτητής ασύλου από τα περισσότερα από τα οποία εξαιρείται ρητά ο αιτητής της μεταγενέστερης αίτησης, αλλά και τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων τρίτων χωρών, όπως και τη σχετική δεσμευτική νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με την ερμηνεία των διατάξεων των Οδηγιών.

 

Το νομικό ζήτημα που προκύπτει αφορά τη νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, τα οποία εκδόθηκαν βάσει του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ.105), με δεδομένο ότι κατά την ημέρα έκδοσής τους στις 18/3/2021, εκκρεμούσε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου η μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή για διεθνή προστασία, η οποία στη συνέχεια και μετά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων κρίθηκε στις 22/4/2021 ως απαράδεκτη.

 

Το πρώτο που πρέπει να αναφερθεί είναι πως η Ευρωπαϊκή Ένωση έχοντας αναλογιστεί την εκμετάλλευση η οποία θα μπορούσε να παρατηρηθεί από την καταχώριση επαναλαμβανόμενων αιτήσεων ασύλου, ορίζει στο προοίμιο της Οδηγίας στο άρθρο 36 ότι:

 

«Όταν ο αιτών υποβάλλει νέα αίτηση χωρίς να προσκομίζει νέα στοιχεία ή επιχειρήματα, θα ήταν δυσανάλογο να υποχρεούνται τα κράτη μέλη να            ανοίγουν νέα πλήρη εξεταστική διαδικασία. Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να απορρίπτουν την αίτηση ως απαράδεκτη με βάση την αρχή του δεδικασμένου».

 

Σε ότι αφορά την χρήση του όρου «αιτών» ανωτέρω και σε όλο το κείμενο των διατάξεων της Οδηγίας, υπάρχει ορισμός ως ακολούθως:

         

««αιτών»: ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής που έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας επί της οποίας δεν έχει εκδοθεί ακόμη τελεσίδικη απόφαση»

 

 

Σε ότι αφορά την χρήση του όρου «αίτηση διεθνούς προστασίας» ή «αίτηση» (ως ανωτέρω στον ορισμό του αιτούντος χρησιμοποιείται), ορίζεται ως ακολούθως:

           

«αίτηση διεθνούς προστασίας» ή «αίτηση»: η αίτηση παροχής προστασίας από κράτος μέλος που υποβάλλει υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ότι αιτείται καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας και ο οποίος δεν αιτείται ρητώς να του παρασχεθεί άλλη μορφή προστασίας μη εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, δυναμένη να ζητηθεί αυτοτελώς»

 

Η «μεταγενέστερη αίτηση» ορίζεται ως στην Οδηγία ως ακολούθως:

 

«μεταγενέστερη αίτηση»: η περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται μετά τη λήψη τελεσίδικης απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο αιτών ρητά ανακάλεσε την αίτησή του και περιπτώσεων όπου η αποφαινόμενη αρχή απέρριψε αίτηση μετά από τη σιωπηρή της ανάκληση σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 1».

 

Η «τελεσίδικη απόφαση» ορίζεται ως ακολούθως:

 

««τελεσίδικη απόφαση»: η απόφαση που ορίζει κατά πόσον χορηγείται στον υπήκοο τρίτης χώρας ή στον ανιθαγενή καθεστώς πρόσφυγα ή επικουρικής προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ και η οποία δεν υπόκειται πλέον σε άσκηση ένδικου μέσου στο πλαίσιο του κεφαλαίου V της παρούσας οδηγίας, ασχέτως εάν με την άσκηση τέτοιου ένδικου μέσου οι αιτούντες αποκτούν τη δυνατότητα να παραμένουν στα εν λόγω κράτη μέλη μέχρις ότου εκδοθεί η σχετική απόφαση»

 

 

Συνάγεται από την Οδηγία, ότι αίτηση διεθνούς προστασίας δεν είναι μόνο η αίτηση που καταχωρείται πρώτη, αλλά και οι μεταγενέστερες αιτήσεις. Σε κάθε περίπτωση είτε για την πρώτη μεταγενέστερη αίτηση είτε για την δεύτερη, αυτές εξετάζονται μόνο αν κατέστη τελεσίδικη η προηγούμενη αίτηση. Ο αιτητής σε κάθε περίπτωση αιτείται διεθνή προστασία και είναι αιτητής διεθνούς προστασίας μέχρι την τελεσιδικία της απόφασης. Σημειώνεται πως (όπως θα αναφερθεί κατωτέρω) στον περί Προσφύγων Νόμο (Ν.6(Ι)/2000)μόνο μικρές διαφορές υπάρχουν σε σχέση με τις ανωτέρω διατάξεις, όπως λ.χ. η ιδιότητα του αιτητή ασύλου διατηρείται μέχρι να καταστεί  «τελική» η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, δηλαδή μέχρι και το τέλος του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας. Η ιδιότητα του αιτητή διεθνούς προστασίας διατηρείται μέχρι το στάδιο αυτό, ανεξάρτητα αν ο αιτητής παραμένει στο έδαφος του κράτους ή όχι, καθ' ότι προβλέπεται ακόμα και η δυνατότητα να μην παραμένει αλλά ακόμα και να απομακρύνεται, βάσει απόφασης επιστροφής ή απέλασης.

 

Σχετικά με τις εξαιρέσεις στο δικαίωμα παραμονής, το άρθρο 41 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ορίζει τα ακόλουθα:

 

«1.      Τα κράτη μέλη προβαίνουν σε εξαίρεση από το δικαίωμα παραμονής στο έδαφος όταν ένα πρόσωπο:

α)      έχει υποβάλει πρώτη μεταγενέστερη αίτηση, η οποία δεν εξετάζεται περαιτέρω βάσει του άρθρου 40 παράγραφος 5, απλώς για να καθυστερήσει ή να παρεμποδίσει την εκτέλεση απόφασης, η οποία θα οδηγούσε στην άμεση απομάκρυνσή του από το συγκεκριμένο κράτος μέλος·

           ή

β)      υποβάλλει δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση στο ίδιο κράτος μέλος, μετά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης με την οποία η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 5, ή μετά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης με την οποία απορρίπτεται η εν λόγω αίτηση ως αβάσιμη.

Τα κράτη μέλη δύνανται να προβαίνουν σε αυτήν την εξαίρεση, μόνο όταν η αποφαινόμενη αρχή θεωρεί ότι η απόφαση επιστροφής δεν θα οδηγήσει σε άμεση ή έμμεση επαναπροώθηση κατά παράβαση των διεθνών και ενωσιακών υποχρεώσεων του οικείου κράτους μέλους.

2.      Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη μπορούν επίσης:

[.]

γ)      να παρεκκλίνουν από το άρθρο 46 παράγραφος 8

Το άρθρο 46 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ (από την παράγραφο 8 του οποίου δύναται να παρεκκλίνουν τα κράτη μέλη ως ανωτέρω) προβλέπει τα ακόλουθα, σε σχέση με το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής αλλά και το δικαίωμα παραμονής στα πλαίσια εκδίκασής της:

«1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες να έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά των ακόλουθων αποφάσεων:

α)      απόφαση επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένων των αποφάσεων:

i           [...]

ii)      με τις οποίες η αίτηση κρίνεται ως απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2,

iii)      [...]

[.]

3.      Προκειμένου να τηρούν τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η πραγματική προσφυγή να εξασφαλίζει πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία 2011/95/ΕΕ, τουλάχιστον κατά τις διαδικασίες άσκησης ένδικου μέσου ενώπιον πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.

[.]

5.      Με την επιφύλαξη της παραγράφου 6, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στους αιτούντες να παραμείνουν στο έδαφός τους μέχρι να λήξει η προθεσμία εντός της οποίας μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμά τους σε πραγματική προσφυγή και, σε περίπτωση άσκησης εντός της προθεσμίας του εν λόγω δικαιώματος, εν αναμονή της έκβασης της προσφυγής.

6.      Σε περίπτωση απόφασης:

α)      με την οποία κρίνεται μια αίτηση προδήλως αβάσιμη, σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 2, ή αβάσιμη μετά την εξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 8 [.]·

β)      με την οποία κρίνεται μια αίτηση απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 στοιχείο α), β) ή δ)·

γ)      [...]

δ)      [...]

η δυνατότητα παραμονής του αιτούντος στο έδαφος του κράτους μέλους κρίνεται από δικαστήριο είτε με αίτημα του ενδιαφερόμενου αιτούντος είτε αυτεπάγγελτα, εάν η εν λόγω απόφαση έχει ως αποτέλεσμα την παύση ισχύος του δικαιώματος παραμονής του αιτούντος στο κράτος μέλος και εφόσον, σε τέτοιες περιπτώσεις, το δικαίωμα παραμονής στο κράτος μέλος εν αναμονή της έκβασης της προσφυγής δεν προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο.

[.]

8. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στον αιτούντα να παραμείνει στο έδαφός τους εν αναμονή της έκβασης της διαδικασίας σχετικά με το εάν ο αιτών δύναται ή όχι να παραμείνει στο έδαφος που αναφέρεται στις παραγράφους 6 και 7.

[.]»

 

Από το σύνολο των διατάξεων της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, της οποίας οι διατάξεις ενσωματώθηκαν στον περί Προσφύγων Νόμο, (Ν.6(Ι)/2000), δεν προκύπτει από πουθενά ότι ο αιτητής μεταγενέστερης αίτησης διεθνούς προστασίας, όπως αυτή ορίζεται στο Νόμο, αλλά και στην Οδηγία, δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας, όπως υποστηρίζουν οι καθ' ων η αίτηση. Τόσο από τις λέξεις και τους ορισμούς αυτών στην Οδηγία προκύπτει πως κάθε αίτηση είτε αρχική είτε μεταγενέστερη ορίζεται ως αίτηση και ο αιτών σε κάθε περίπτωση είναι αιτητής διεθνούς προστασίας, ανεξάρτητα, όπως θα διαφανεί κατωτέρω από την ανάλυση της νομοθεσίας, την εσφαλμένη αντίληψη του δικηγόρου του αιτητή ότι ένας τέτοιος αιτητής, όπως ο πελάτης του, έχει δικαίωμα εκ του Νόμου να παραμείνει στην Δημοκρατία μέχρι και την ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης του Δικαστηρίου, ως ορίζει το άρθρο 8(1)(α)(ii), ως το δικαίωμα αυτό απονέμεται στον αιτητή της πρώτης και κύριας αίτησης ασύλου, ανεξάρτητα ότι η αίτησή του είναι μεταγενέστερη αίτηση. Η αντίληψη αυτή του κυρίου Πιερίδη είναι πεπλανημένη, καθ' ότι τα δικαιώματα του αιτητή της μεταγενέστερης αίτησης ρυθμίζονται από το Νόμο, ως οι εξαιρέσεις στον κανόνα και/ή ως ειδικές διατάξεις, όπως το επιτρέπει η Οδηγία.

 

Μελετώντας όλο το κείμενο του Νόμου αλλά και την Οδηγία ανωτέρω, όπως και τον αντίστοιχο Νόμο στην Ελλάδα (Ν.4375/2016) στον οποίο υπάρχουν αντίστοιχες διατάξεις, συνάγω ότι η διάκριση των δύο εννοιών μεταξύ αίτησης και μεταγενέστερης αίτησης γίνεται στο Νόμο ακριβώς γιατί αποσκοπεί να τονίσει και να γίνεται αντιληπτό με την αναφορά (εκεί και όπου απαιτείται) στον όρο μεταγενέστερη αίτηση, εκεί που ρυθμίζονται οι εξαιρέσεις από τα δικαιώματα που απολαμβάνει ο αιτητής της πρώτης και κύριας αίτησης. Αντίστοιχα για να διακρίνεται και από τον αιτητή της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης, αλλά και από τον αιτητή εκείνο που καταχωρεί πρόσθετα στοιχεία προς εξέταση, ενόσω ακόμα εκκρεμεί η εξέταση της πρώτης αίτησής του, χωρίς να έχει ακόμα καταστεί τελική, περιπτώσεις στις οποίες τα ζητήματα δικαιώματος παραμονής και πολλά άλλα ρυθμίζονται διαφορετικά ως εξαίρεση στον κανόνα.

 

Βάσει της Οδηγίας, ως ανωτέρω αναφέρεται, κάποιες από τις διαδικασίες και τα ευεργετικά προνόμοια που απολαμβάνει ο αιτητής ασύλου της πρώτης και κύριας αίτησης, δυνατόν, κατά την κρίση του νομοθέτη σε κάθε κράτος μέλος, όπου παρέχεται ευχέρεια επιλογής, να μην τα απολαμβάνει ο αιτητής της μεταγενέστερης αίτησης. Βάσει του Νόμου 6(Ι)/2000, τα δικαιώματα των αιτητών μεταγενέστερης αίτησης διαφοροποιούνται τόσο κατά το στάδιο από την καταχώριση της μεταγενέστερης αίτησης και μέχρι την προκαταρκτική κρίση κατά πόσο είναι η αίτηση παραδεκτή ή όχι από την Υπηρεσία Ασύλου, όσο και κατά το στάδιο μετά την κρίση περί του απαραδέκτου της αίτησης και την λήψη τελικής απόφασης .

 

Σημειώνεται πως αν καταχωρηθεί προσφυγή, ως το δικαίωμα του αιτητή μετά την λήψη απόφασης περί του απαραδέκτου της μεταγενέστερης αίτησης, η απόφαση καθίσταται τελική όταν εκδοθεί η απόφαση του Δικαστηρίου επί της προσφυγής «ανεξάρτητα αν μέσω της άσκησης τέτοιας προσφυγής παραμένει στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές». Προφανώς εννοείται από την υπογραμμισμένη ανωτέρω πρόνοια, πως δεν επιδρά στην ιδιότητα του αιτητή ασύλου το γεγονός πως επιτρέπεται ακόμα και η απομάκρυνσή του πριν ακόμα καταστεί τελική η απόφαση ή και αντίστροφα, ότι δηλαδή η ιδιότητα του αιτητή δεν απαγορεύει τις εξαιρέσεις (εκεί και όπου ρυθμίζονται) στο δικαίωμα παραμονής πριν καταστεί τελική η απόφαση, από το στάδιο απόρριψης της αίτησης ως απαράδεκτης. νοουμένου ότι είτε εκκρεμούν από πριν την καταχώριση της αίτησης αποφάσεις επιστροφής ή διάταγμα απέλασης, είτε εκδίδονται μετά την απόρριψη από τον Προϊστάμενο. Επ' αυτού σχετικοί είναι οι ορισμοί των όρων «αίτηση», «αιτητής», «μεταγενέστερη αίτηση» και «τελική απόφαση» στο άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου, (Ν.6(Ι)/2000), ως ακολούθως:

"αίτηση" σημαίνει αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας υποβληθείσα από αιτητή ο οποίος δεν αιτείται ρητά να του παρασχεθεί άλλη μορφή προστασίας δυνάμενη να ζητηθεί αυτοτελώς·

 

"αιτητής" σημαίνει υπήκοο τρίτης χώρας ή ανιθαγενή, ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας και η ιδιότητα αυτή ισχύει για την περίοδο από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτηση αυτή· η έννοια του αιτητή περιλαμβάνει και ανήλικο·

 

"μεταγενέστερη αίτηση" σημαίνει την περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 16Δ μετά τη λήψη τελικής απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο Προϊστάμενος έλαβε απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 16Β ή 16Γ·

 

"τελική απόφαση" σημαίνει απόφαση η οποία ορίζει κατά πόσον ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή ως πρόσωπο στο οποίο παραχωρείται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του παρόντος Νόμου και -

(α) έχει παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για άσκηση προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά της εν λόγω απόφασης, ή

(β) ασκήθηκε η προαναφερόμενη προσφυγή και εκδόθηκε πρωτόδικη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου επ' αυτής, ανεξάρτητα από το αν μέσω της άσκησης τέτοιας προσφυγής ο αιτητής αποκτά τη δυνατότητα να παραμένει στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές μέχρις ότου εκδοθεί η σχετική δικαστική απόφαση»·

 

Τα δικαιώματα του αιτητή της μεταγενέστερης αίτησης διαφοροποιούνται βεβαίως άρδην αν η μεταγενέστερη αίτηση κριθεί στο προκαταρκτικό στάδιο ότι είναι παραδεκτή και περαιτέρω εξεταστέα, όπου σε τέτοια περίπτωση χορηγείται στον αιτητή βεβαίωση υποβολής αίτησης που επιτρέπει τόσο την παραμονή όσο και την εργασία, αλλά και την κάλυψη των υλικών συνθηκών υποδοχής μέχρι την εξέτασή της.

 

Από τις συνολικές διατάξεις περί του θέματος, συνάγεται ότι κατά την εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης διεθνούς προστασίας, το αίτημα για διεθνή προστασία δύναται να απορριφθεί, είτε λόγω απόρριψης της αίτησης ήδη από το προκαταρκτικό στάδιο ως απαράδεκτης, είτε στο επόμενο στάδιο της εξέτασής της επί της ουσίας, με απόρριψη της αίτησης ως αβάσιμης. Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για απόρριψη αιτήματος για διεθνή προστασία, με δικαίωμα και στις δύο περιπτώσεις για πραγματική προσφυγή, ανεξάρτητα αν στην πρώτη περίπτωση της απαράδεκτης αίτησης, αλλά και στην δεύτερη, αν η απόρριψη της αίτησης κατά την εξέτασή της κριθεί ως αβάσιμη, ο αιτητής της μεταγενέστερης αίτησης δεν έχει δικαίωμα παραμονής μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής του, (ως ο αιτητής της πρώτης και κύριας αίτησης), δεν επέρχεται δηλαδή ανασταλτικό αποτέλεσμα στην δυνατότητα έκδοσης απόφασης απομάκρυνσης και/ή απέλασης, (είτε, όπως έχω ανωτέρω προαναφέρει, αυτή εκκρεμεί πριν την καταχώριση της αίτησης, είτε αυτή εκδίδεται από τον Προϊστάμενο με απόφασή του για τερματισμό του δικαιώματος παραμονής στην περίπτωση μεταγενέστερης αίτησης μετά που αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη), εκτός αν ήθελε διαφορετικά αποφασίσει το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας στην περίπτωση που καταχωρηθεί σχετική αίτηση του αιτητή.

 

Επανέρχομαι στις ειδικές ρυθμίσεις που έχουν νομοθετηθεί σε σχέση με την κριθείσα ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση και σε σχέση με τα δικαιώματα του υποβάλλοντα αυτήν αιτητή.

 

Βάσει του άρθρου 12Δ(3)(γ), που αφορά την ταχύρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων, μεταξύ αυτών και των μεταγενέστερων αιτήσεων, δύνανται να αποφασιστούν από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της απορριπτικής του απόφασης περί του απαραδέκτου της μεταγενέστερης αίτησης, είτε απόφαση επιστροφής είτε απομάκρυνσης, είτε διάταγμα απέλασης, ως ακολούθως:

«12Δ (1) [...]

(2) [...]

(3) Ο Προϊστάμενος, μετά την εξέταση της έκθεσης του αρμόδιου       λειτουργού, δύναται, με απόφασή του, να:

(α) Αναγνωρίσει αιτητή ως πρόσφυγα·

(β) αναπέμψει την αίτηση στον αρμόδιο λειτουργό για να ακολουθήσει την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων, δυνάμει του άρθρου 13· ή

(γ) απορρίψει την αίτηση δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 12Α, 12Β,             12Βδις, 12Βτρις, 12Βτετράκις, 12Βπεντάκις ή/και του εδαφίου (4)           του      παρόντος άρθρου και να εκδώσει απόφαση επιστροφής και/ή       απομάκρυνσης και/ή διάταγμα απέλασης, που αποτελεί            αναπόσπαστο         τμήμα της απόφασης αυτής, δυνάμει των      διατάξεων του περί             Αλλοδαπών             και Μεταναστεύσεως Νόμου:

Νοείται ότι, η εκτέλεση της απόφασης επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή του διατάγματος απέλασης τελεί υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 4 και 8».

 

Ο προσφεύγων στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας κατά της απόφασης για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής του ως απαράδεκτης, δεν έχει εκ του Νόμου δικαίωμα παραμονής μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής του, ως ο αιτητής ασύλου σε πρώτη και κύρια αίτηση ασύλου βάσει του άρθρου 8(1)(α)(ii), αφού το δικαίωμα παραμονής αποφασίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις από το Δικαστήριο (βλ. κατωτέρω άρθρο 8(1Α))

Ενώ ο αιτητής ασύλου στην αρχική και κύρια αίτηση εξασφαλίζει δικαίωμα παραμονής είτε μέχρι και την λήξη της προθεσμίας προσβολής της απορριπτικής απόφασης της διοίκησης, είτε μέχρι την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης του Δικαστηρίου, αν ήθελε ασκηθεί προσφυγή εντός της προθεσμίας, βάσει του άρθρου 8(1)(α)(i) και (ii), όταν στην συνέχεια υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση έχει δικαίωμα παραμονής εκ του Νόμου,  βάσει του άρθρου 8(1) του Ν.6(Ι)/2000 από την καταχώριση της μεταγενέστερης αίτησης, αλλά αυτό παύει να ισχύει κατ' αρχήν μέχρι την λήξη της προθεσμίας για καταχώριση προσφυγής, αν η αίτησή του κριθεί κατά την προκαταρκτική της εξέταση ως απαράδεκτη, εκτός αν το Δικαστήριο αποφασίσει διαφορετικά αλλά ο κανόνας αυτός δεν ισχύει πάντοτε αλλά προβλέπεται εξαίρεση. 

 

Ειδικότερα για το δικαίωμα παραμονής μετά την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτης το άρθρο 8(1Α)(ε) ορίζει πως στην περίπτωση απόρριψης μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτης σύμφωνα με το άρθρο 12Βτετρακις παράγραφος (2)(δ), τότε «η δυνατότητα παραμονής του αιτητή στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές αποφασίζεται από το Διοικητικό Δικαστήριο, κατόπιν καταχώρισης σχετικής αίτησης του αιτητή, η οποία εξετάζεται και αποφασίζεται το ταχύτερο δυνατόν, χωρίς να απαιτείται η κλήση του αιτητή για να παραστεί, εκτός εάν το Δικαστήριο ήθελε αποφασίσει διαφορετικά», διάταξη από την οποία συνάγεται ότι ο αιτητής παύει να έχει δικαίωμα παραμονής όταν παρέλθει η προθεσμία καταχώρισης προσφυγής, αφού μέχρι τότε του απονέμεται με το άρθρο 16Δ(4)(α) κατά κανόνα - στον οποίο εισάγεται αυτή η εξαίρεση - το δικαίωμα παραμονής βάσει του άρθρου 8(1).

 

Παραθέτω τα σχετικά με το δικαίωμα παραμονής αιτητή μεταγενέστερης αίτησης άρθρα του Νόμου 6(Ι)/2000:

 

Το άρθρο 8(1) προβλέπει τα ακόλουθα:

«8.-(1)(α) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (1Α) του παρόντος άρθρου και με την επιφύλαξη της παραγράφου (β) του εδαφίου (4) του άρθρου 16Δ, ο αιτητής έχει, αποκλειστικά για το σκοπό της διαδικασίας, δικαίωμα παραμονής στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, το οποίο δικαίωμα ισχύει από την ημερομηνία υποβολής της αίτησής του μέχρι-

            (i) την ημερομηνία κατά την οποία λήγει άπρακτη η προθεσμία που ορίζεται στο άρθρο 12Α του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου για άσκηση προσφυγής κατά απόφασης του Προϊσταμένου επί της εν λόγω αίτησης ή κατά απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής επί διοικητικής προσφυγής την οποία ο αιτητής τυχόν καταχώρησε ενώπιόν της, ή

            (ii) σε περίπτωση που ασκήθηκε η προαναφερόμενη προσφυγή εμπρόθεσμα, την ημερομηνία έκδοσης πρωτόδικης απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου επ' αυτής».

 

Δυνάμει του άρθρου 8(1Α), που αφορά και την πρώτη επιφύλαξη ανωτέρω στο κείμενο του άρθρου 8(1), δηλαδή εξαίρεση στον κανόνα του άρθρου 8(1):

«8. [...]

(1Α) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (β) του εδαφίου (3) του άρθρου     10Α, σε περίπτωση απόφασης του Προϊσταμένου-

     (α) Mε την οποία κρίνεται μια αίτηση αβάσιμη [...] ή

     (β) με την οποία κρίνεται μια αίτηση απαράδεκτη, σύμφωνα                   με τις παραγράφους (α), (β) ή (δ) του εδαφίου (2) του                                    άρθρου 12Βτετράκις, ή

     (γ) με την οποία απορρίπτεται η επανεξέταση της υπόθεσης [...]

     (δ)  μη εξέτασης ή μη πλήρους εξέτασης της αίτησης, [...]

     (ε) με την οποία κρίνεται αίτηση ως προδήλως αβάσιμη [...],

η δυνατότητα παραμονής του αιτητή στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές αποφασίζεται από το Διοικητικό Δικαστήριο, κατόπιν καταχώρισης σχετικής αίτησης του αιτητή η οποία εξετάζεται και αποφασίζεται το ταχύτερο δυνατό, χωρίς να  απαιτείται η  κλήση του αιτητή για να παραστεί, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, τα αναφερόμενα στην πρώτη επιφύλαξη μέτρα εκτελούνται».

 

Βάσει του άρθρου 16(Δ) παράγραφος (1) και παράγραφος (4)(α), που αποτελεί την δεύτερη επιφύλαξη στο κείμενο του άρθρου 8(1), δηλαδή άλλη μία εξαίρεση στον κανόνα:

«16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -

(i)            Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii)          [...]

[...]

(4)(α) Με την επιφύλαξη  της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου, το εδάφιο (1) του άρθρου 8  εφαρμόζεται επί αιτητή που ενεργεί κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1).

     (β) Ο Προϊστάμενος δύναται με απόφασή του να τερματίζει το δικαίωμα      παραμονής, στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της           Δημοκρατίας περιοχές,      προσώπου που ενήργησε κατά τα            προβλεπόμενα στο εδάφιο (1), όταν το εν λόγω      πρόσωπο -

(i) Καταθέτει πρώτη μεταγενέστερη αίτηση, η οποία δεν εξετάζεται περαιτέρω βάσει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (3), απλώς για να καθυστερήσει ή να παρεμποδίσει την εκτέλεση απόφασης, η οποία θα οδηγούσε στην άμεση απομάκρυνσή του από τη Δημοκρατία, ή

(ii) υποβάλλει δεύτερη ή επόμενη μεταγενέστερη αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου, μετά την έκδοση τελικής απόφασης με την οποία η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (3), ή μετά την έκδοση τελικής απόφασης με την οποία απορρίπτεται η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση ως αβάσιμη,  υπό την προϋπόθεση ότι ο Προϊστάμενος ικανοποιείται ότι τυχόν απόφαση επιστροφής ή απομάκρυνσης του εν λόγω προσώπου δεν συνεπάγεται άμεση ή έμμεση επαναπροώθηση κατά παράβαση των υποχρεώσεων της Δημοκρατίας βάσει του διεθνούς δικαίου και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Φανερώνεται από τα ανωτέρω, πως παρά το δικαίωμα παραμονής του άρθρου 8(1) και της εξαίρεσης σε αυτό από το άρθρου 12Βτετρακις(2)(δ), σύμφωνα με το οποίο το δικαίωμα παραμονής μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής - αν αυτή καταχωρηθεί - χορηγείται μόνο με άδεια του Δικαστηρίου και μετά από αίτηση του ίδιου του αιτητή, εισάγεται στο Νόμο άλλη μία εξαίρεση βάσει του άρθρου 16Δ(4)(β). Αν ήθελε κριθεί αρμοδίως από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την προκαταρκτική εξεταση μεταγενέστερης αίτησης πως αυτή είναι απαράδεκτη, τότε το δικαίωμα παραμονής του αιτητή της μεταγενέστερης αίτησης, το οποίο του παραχωρείται από τα άρθρα άρθρο 8(1) και 16(Δ)(4)(α) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), δύναται να τερματίζεται από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου μετά την έκδοση της απόφασης περί του απαραδέκτου. Ο τερματισμός του δικαιώματος παραμονής δυνατόν να αποφασιστεί αν κατά την κρίση του Προϊσταμένου, η μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή καταχωρήθηκε για να εμποδιστεί η εκτέλεση απόφασης  που θα οδηγούσε στην άμεση απομάκρυνση του αιτητή από τη Δημοκρατία.

 

Επιπροσθέτως δε, ως ορίζεται στο άρθρο 16Δ(4)(γ), ως πρόσθετη ειδική ρύθμιση επίσης,  στην περίπτωση τέτοιας απόφασης τερματισμού του δικαιώματος παραμονής από τον Προϊστάμενο, (βλ. άρθρο 16Δ(4)(β) ανωτέρω), τότε ο αιτητής στερείται και του δικαιώματος παραμονής μέχρι την εκδίκαση από το Δικαστήριο της αίτησής για παραμονή του, δικαίωμα που παραχωρείται εκ του Νόμου  από το άρθρο 8(1Β) στον αιτητή της απορριφθείσας προκαταρκτικά ως απαράδεκτης μεταγενέστερής αίτησης.

Παραθέτω το άρθρο 16Δ(4)(γ):

«16Δ[...]

 

4[...]

 

            (γ) Το εδάφιο (1Β) του άρθρου 8 δεν εφαρμόζεται αναφορικά          με πρόσωπο επί του οποίου εφαρμόζεται η παράγραφος (β) του παρόντος       εδαφίου».

 

 

Παραθέτω για εύκολη αναφορά και το το άρθρο 8(1Β) το οποίο δεν εφαρμόζεται σε αιτητή του οποίου το δικαίωμα παραμονής τερματίζεται από τον Προϊστάμενο:

 

 

«8(1Β) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (γ) του εδαφίου (4) του άρθρου 16Δ, ο αιτητής του οποίου το δικαίωμα παραμονής εξετάζεται από το Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του εδαφίου (1Α), έχει το δικαίωμα παραμονής στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές μέχρι την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου επί της προβλεπόμενης στο εδάφιο (1Α) αίτησής του.  

 

 

Παρά τις ειδικές διατάξεις, τις οποίες Οδηγία επιτρέπει να εισαχθούν στην εθνική νομοθεσία, ως εξαίρεση στον κανόνα, σε σχέση με τους αιτητές που επαναλαμβάνουν αιτήματα ασύλου, από το σύνολο των διατάξεων του Νόμου συνάγεται πως ο αιτητής μεταγενέστερης αίτησης του οποίου η αίτηση απορρίπτεται στο προκαταρκτικό στάδιο είναι αιτητής διεθνούς προστασίας από την καταχώριση της αίτησής του και μέχρι την τελική απόφαση επί του σταδίου αυτού εξέτασης της αιτήσεως αυτής, χωρίς να σημαίνει ότι έχει τα ίδια δικαιώματα με τον αιτητή πρώτης αίτησης, σχετικά με τον χρόνο του δικαιώματος παραμονής του, την απαγόρευση έκδοσης διατάγματος κράτησης για σκοπούς απέλασης, το δικαίωμα εργασίας, την οικονομική υποστήριξη κλπ, μέχρι και τον χρόνο της τελικής απόφασης, όπως εκτενώς αναλύθηκε ανωτέρω.

 

Από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης προκύπτει ότι ο αιτητής μετά την τελεσιδικία της απόρριψης της αρχικής του αίτησης για διεθνή προστασία και την διαφυγή του παρά την απόφαση για επιστροφή του που του κοινοποιήθηκε μετά την απόρριψη της αίτησής του,  συνελήφθη ως παράνομος μετανάστης και εναντίον του εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης, βάσει του Κεφ. 105. Το διάταγμα κράτησης εκδόθηκε βάσει του άρθρου 14 για σκοπούς απομάκρυνσής του, καθ' ότι υπήρχε κίνδυνος διαφυγής, κατά την κρίση του Διευθυντή, όπως αξιολόγησε τα δεδομένα της μη ύπαρξης διεύθυνσης διαμονής. Μετά από αυτή την εξέλιξη ο αιτητής καταχώρισε την μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 18/3/2021 και ο Διευθυντής ακύρωσε το διάταγμα κράτησης του αιτητή ως ανωτέρω και εξέδωσε νέο διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 18/3/2021, βάσει του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), αναστέλλοντας την απέλαση. Αυτά και πάλιν ανακλήθηκαν κατά την κρίση του Διευθυντή και εκδόθηκε νέο διάταγμα απέλασης και νέο διάταγμα κράτησης βάσει του Κεφ.105, ημερομηνίας 19/4/2021, ενόσω ακόμα εκκρεμούσε η εξέταση της αίτησης της Υπηρεσίας Ασύλου για το παραδεκτό ή όχι της αίτησης, απόφαση η οποία εξεδόθη την 22/4/2021. Το διάταγμα απέλασης, ημερομηνίας 19/4/2021 δεν προωθήθηκε για εκτέλεση, εν αναμονή της απόφασης επί της  προκαταρκτικής εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησης και την παρέλευση της  προθεσμίας για καταχώριση προσφυγής. Στις 4/5/2021 καταχωρήθηκε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, δηλαδή εντός της προθεσμίας των 15 ημερών, αλλά η ενδιάμεση αίτηση για άδεια του Δικαστηρίου για παραμονή καταχωρήθηκε πολύ αργότερα στις 16/7/2021.

 

Ήταν επομένως επιτρεπτό ή όχι να εκδοθεί διάταγμα απέλασης ημερομηνίας 19/4/2021 καθώς και διάταγμα κράτησης ίδιας ημερομηνίας, για σκοπούς εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης, βάσει του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ.105) υπό αυτές τις περιστάσεις; Το ερώτημα μπορεί να απαντηθεί μέσω της απόφασης του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στην C-534/11, Mehmet Arslan, 30/5/2013, στο προδικαστικό ερώτημα για τέτοιο ζήτημα, κατά πόσο μπορεί να παραταθεί το διάταγμα κράτησης που εκδίδεται για σκοπούς απέλασης βάσει του νόμου περί παράνομης μετανάστευσης, ενώ ο προς απέλαση υπήκοος τρίτης χώρας και παράνομος μετανάστης καταχωρεί, μετά την έκδοσή του, αίτηση για διεθνή προστασία. Η απόφαση του ΔΕΕ στο προδικαστικό ερώτημα φωτίζει και ως προς αντίστοιχα προβλήματα που φαίνεται να αντιμετωπίζονται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες από την αλλαγή της αιτιολογικής βάσης της κράτησης, ανάλογα με τα διαβήματα του ήδη κριθέντος υπήκοου τρίτης χώρας ως παράνομου μετανάστη, όπως τα αιτήματα ασύλου. Το ΔΕΕ καταλήγει ότι υπό συγκεκριμένες περιστάσεις το διάταγμα κράτησης του παράνομου μετανάστη για σκοπούς απέλασης δυνατόν να παραταθεί βάσει του ίδιου νόμου, εν αναμονή της έκβασης της αίτησης διεθνούς προστασίας, αφού κατά το ίδιο διάστημα ανασταλεί η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης, εν αναμονή και πάλιν της έκβασης της αίτησης από την διοίκηση. Παραθέτω τα κρίσιμα αποσπάσματα που ενδιαφέρουν και για το κύριο ερώτημα της παρούσας υπόθεσης:

 

«Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του M. Arslan, Τούρκου υπηκόου ο οποίος συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση στην Τσεχική Δημοκρατία με σκοπό τη διοικητική απομάκρυνσή του και ο οποίος, κατά την κράτησή του αυτή, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, κατ' εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας περί ασύλου, στην Policie ČR, Krajské ředitelství policie Ústeckého kraje, odbor cizinecké policie (αστυνομία της Τσεχικής Δημοκρατίας, περιφερειακή διεύθυνση της περιφέρειας Ústí, τμήμα αλλοδαπών), σχετικά με την απόφαση της τελευταίας αυτής, της 25ης Μαρτίου 2011, να παρατείνει την αρχική κράτηση των 60 ημερών για επιπλέον χρόνο 120 ημερών.

[...]

4        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2008/115, με τίτλο «Αντικείμενο», προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, σύμφωνα με τα θεμελιώδη δικαιώματα, ως γενικές αρχές του κοινοτικού και του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων προστασίας των προσφύγων και των υποχρεώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα.»

5        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει ότι:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στους παρανόμως διαμένοντες στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόους τρίτης χώρας.»

6        Το άρθρο 3, σημείο 2, της εν λόγω οδηγίας ορίζει την έννοια της «παράνομης παραμονής» ως την «παρουσία στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόου τρίτης χώρας που δεν πληροί, ή δεν πληροί πλέον, τις προϋποθέσεις [.] εισόδου, παραμονής ή διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος».

7        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 ορίζει ότι «τα κράτη μέλη εκδίδουν απόφαση επιστροφής για υπηκόους τρίτης χώρας που διαμένουν παράνομα στο έδαφός τους [.]».

8        Κατά το άρθρο 15 της εν λόγω οδηγίας:

«1.      Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση δύνανται να εφαρμοσθούν αποτελεσματικά άλλα επαρκή αλλά λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, τα κράτη μέλη μπορούν να θέτουν απλώς υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν:

α)      υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, ή

β)      ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης.

[...]

 Η οδηγία 2005/85

9        Η οδηγία 2005/85 αποσκοπεί, σύμφωνα με το άρθρο της 1, στη θέσπιση ελάχιστων προδιαγραφών για τις διαδικασίες διά των οποίων τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα. Διέπει βασικά την κατάθεση των αιτήσεων ασύλου, τη διαδικασία επεξεργασίας των αιτήσεων αυτών και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των αιτούντων άσυλο.

10      Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής προβλέπει μεταξύ άλλων ότι, για τους σκοπούς αυτής, νοούνται ως:

«[...]

β)      "αίτηση ή αίτηση ασύλου": η αίτηση την οποία υποβάλλει υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας από κράτος μέλος σύμφωνα με τη [Σύμβαση σχετικά με το καθεστώς των προσφύγων, που υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, τεύχος 2545) (1954)]. Κάθε αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας τεκμαίρεται ως αίτηση ασύλου εκτός εάν ο ενδιαφερόμενος ζητεί ρητά άλλο είδος προστασίας που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο χωριστής αίτησης·

γ)      "αιτών ή αιτών άσυλο": υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής που έχει υποβάλει αίτηση ασύλου επί της οποίας δεν έχει εκδοθεί ακόμη τελεσίδικη απόφαση·

δ)      "τελεσίδικη απόφαση": η απόφαση που ορίζει κατά πόσον ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας [.] και δεν υπόκειται πλέον σε άσκηση ένδικου μέσου στο πλαίσιο του κεφαλαίου V της παρούσας οδηγίας, ασχέτως εάν με την άσκηση τέτοιου ένδικου μέσου οι αιτούντες αποκτούν τη δυνατότητα να παραμένουν στα εν λόγω κράτη μέλη μέχρις ότου εκδοθεί η σχετική απόφαση, με την επιφύλαξη του παραρτήματος ΙΙΙ της παρούσας οδηγίας·

ε)      "αποφαινόμενη αρχή": κάθε οιονεί δικαστική ή διοικητική αρχή κράτους μέλους υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων ασύλου και αρμόδια για τη λήψη αποφάσεων πρωτοβαθμίως στις εν λόγω υποθέσεις, με την επιφύλαξη του παραρτήματος Ι·

[...]

ια)      "παραμονή στο κράτος μέλος": η παραμονή στο έδαφος, περιλαμβανομένων των συνόρων, ή στις ζώνες διέλευσης του κράτους μέλους στο οποίο υπεβλήθη ή εξετάζεται η αίτηση ασύλου.»

11      Το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Στους αιτούντες επιτρέπεται να παραμείνουν στο κράτος μέλος, αποκλειστικά για το σκοπό της διαδικασίας, μέχρις ότου η αποφαινόμενη αρχή λάβει την απόφασή της σύμφωνα με τις πρωτοβάθμιες διαδικασίες που ορίζονται στο κεφάλαιο ΙΙΙ. Το δικαίωμα παραμονής δεν θεμελιώνει δικαίωμα για χορήγηση άδειας διαμονής.

2.      Τα κράτη μέλη μπορούν να δεχθούν εξαίρεση μόνον όταν, σύμφωνα με τα άρθρα 32 και 34, μια μεταγενέστερη αίτηση δεν θα εξετασθεί περαιτέρω ή όταν προτίθενται να παραδώσουν ή να εκδώσουν, ανάλογα με την περίπτωση, ένα πρόσωπο είτε σε άλλο κράτος μέλος δυνάμει υποχρεώσεων στο πλαίσιο ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως ή άλλως [6], είτε σε τρίτη χώρα ή, τέλος, σε διεθνή ποινικά δικαστήρια.»

12      Το άρθρο 18 της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη δεν υποβάλλουν σε κράτηση ένα πρόσωπο για το λόγο και μόνο ότι ζητεί άσυλο.

2.      Όταν υποβάλλουν έναν αιτούντα άσυλο σε κράτηση, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να υπάρχει η δυνατότητα ταχείας δικαστικής επανεξέτασης.»

13      Το άρθρο 23, παράγραφος 4, της οδηγίας 2005/85 προβλέπει τα εξής:

«Επιπλέον, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν ότι μια διαδικασία εξέτασης [.] μπορεί να λάβει προτεραιότητα ή να επιταχυνθεί εφόσον:

[...]

ι)      ο αιτών υποβάλει την αίτηση μόνο για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση προγενέστερης ή επικείμενης απόφασης που θα οδηγούσε στην απομάκρυνσή του [.]

[...]».

14      Το άρθρο 39, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να παρέχουν στους αιτούντες άσυλο το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής. Η παράγραφος 3 της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν εφόσον απαιτείται διατάξεις σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις τους όσον αφορά:

α)      το κατά πόσον η άσκηση προσφυγής σύμφωνα με την παράγραφο 1 επιτρέπει στον αιτούντα να παραμείνει στο οικείο κράτος μέλος καθ' όσο διάστημα εκκρεμεί·

β)      τη δυνατότητα να ζητηθούν ασφαλιστικά μέτρα ή μέτρα προστασίας όταν η προσφυγή σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν επιτρέπει στον αιτούντα να παραμείνει στο οικείο κράτος μέλος καθ' όσο διάστημα εκκρεμεί [.].

[...]»

 Η οδηγία 2003/9

15      Η οδηγία 2003/9/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη (ΕΕ L 31, σ. 18), καθορίζει μεταξύ άλλων τις προϋποθέσεις διαμονής και κυκλοφορίας των αιτούντων άσυλο. Το άρθρο 7 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«1.      Οι αιτούντες άσυλο μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής ή στην περιοχή την οποία τους ορίζει αυτό το κράτος μέλος. Η οριζόμενη περιοχή δεν θίγει την αναπαλλοτρίωτη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής και αφήνει αρκετά περιθώρια για την εξασφάλιση της πρόσβασης σε όλα τα πλεονεκτήματα στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας.

2.      Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν σχετικά με τη διαμονή του αιτούντος άσυλο, για λόγους δημόσιου συμφέροντος, δημόσιας τάξης ή, όταν είναι αναγκαίο, για την ταχεία επεξεργασία και την αποτελεσματική παρακολούθηση της αίτησής του/της.

3.      Τα κράτη μέλη μπορούν, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, παραδείγματος χάριν εάν το επιτάσσει η νομοθεσία ή η δημόσια τάξη, να περιορίζουν τον αιτούντα άσυλο σε συγκεκριμένο τόπο, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο.

[.]»

16      Κατά το άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι απορριπτικές αποφάσεις όσον αφορά την παροχή πλεονεκτημάτων κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας ή οι αποφάσεις που λαμβάνονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 7, οι οποίες θίγουν ατομικά τους αιτούντες άσυλο, να μπορούν να προσβάλλονται με τις διαδικασίες που προβλέπει το εθνικό δίκαιο. Στον τελευταίο βαθμό τουλάχιστον χορηγείται η δυνατότητα προσφυγής ή επανεξέτασης ενώπιον δικαστικής αρχής.»

 Το τσεχικό δίκαιο

17      Η οδηγία 2008/115 μεταφέρθηκε στο τσεχικό δίκαιο κυρίως με την τροποποίηση του νόμου 326/1999 περί διαμονής των αλλοδαπών στο έδαφος της Τσεχικής Δημοκρατίας (στο εξής: νόμος 326/1999).

18      Βάσει του άρθρου 124, παράγραφος 1, του νόμου 326/1999, η αστυνομία «δύναται να θέσει υπό κράτηση αλλοδαπό ηλικίας άνω των 15 ετών στον οποίο έχει κοινοποιηθεί η κίνηση διαδικασίας διοικητικής απομακρύνσεώς του και κατά του οποίου έχει ήδη εκδοθεί οριστική απόφαση διοικητικής απομακρύνσεώς του ή εις βάρος του οποίου άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε πράξη απαγορευτική της εισόδου, η οποία ισχύει για το σύνολο του εδάφους των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η δε λήψη ειδικών μέτρων για τους σκοπούς της οικειοθελούς αναχωρήσεώς του δεν αρκεί», και εφόσον πληρούται τουλάχιστον μία από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα στοιχεία b και e της εν λόγω διατάξεως, ήτοι το να «υφίσταται κίνδυνος ο αλλοδαπός να παρεμποδίσει ή να δυσχεράνει την εκτέλεση της περί διοικητικής απομακρύνσεως αποφάσεως» ή να «είναι καταχωρισμένος στο Σύστημα Πληροφοριών των συμβαλλομένων μερών».

19      Κατά το άρθρο 125, παράγραφος 1, του νόμου αυτού, η διάρκεια της κρατήσεως δεν δύναται, κατ' αρχήν, να υπερβεί τις 180 ημέρες.

20      Το άρθρο 127 του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

«1.      Η θέση υπό κράτηση πρέπει να τερματίζεται αμελλητί

a)      μετά την εξάλειψη των λόγων της κρατήσεως,

[...]

d)      εφόσον χορηγηθεί στον αλλοδαπό άσυλο ή επικουρική προστασία, ή

e)      εφόσον χορηγηθεί στον αλλοδαπό άδεια διαμονής μακράς διάρκειας για λόγους προστασίας του εντός της επικράτειας.

2.      Η υποβολή αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας κατά τη διάρκεια της κρατήσεως δεν συνιστά λόγο τερματισμού της.»

21      Η οδηγία 2005/85 μεταφέρθηκε στο τσεχικό δίκαιο κυρίως με την τροποποίηση του νόμου 325/1999 περί ασύλου. Το άρθρο 85a του νόμου αυτού προβλέπει τα εξής:

«1)      Η δήλωση που πραγματοποιείται για την παροχή διεθνούς προστασίας συνεπάγεται τη λήξη ισχύος της θεωρήσεως μακράς διάρκειας ή της άδειας διαμονής μακράς διάρκειας που χορηγήθηκε κατ' εφαρμογήν της ειδικής εφαρμοστέας νομοθεσίας.

2)      Το νομικό καθεστώς του αλλοδαπού το οποίο απορρέει από τη θέση του υπό κράτηση σε κέντρο κρατήσεως δεν θίγεται από ενδεχόμενη δήλωση πραγματοποιούμενη για την παροχή διεθνούς προστασίας ή από ενδεχόμενη υποβολή αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας (άρθρο 10).

3)      Ο αλλοδαπός ο οποίος προέβη σε δήλωση με σκοπό την παροχή διεθνούς προστασίας ή υπέβαλε αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας υποχρεούται, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως των προϋποθέσεων που προβλέπονται στην εφαρμοστέα ειδική νομοθεσία, να παραμείνει στο κέντρο κρατήσεως.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

22      Την 1η Φεβρουαρίου 2011, ο Μ. Arslan συνελήφθη από περίπολο της τσεχικής αστυνομίας και τέθηκε υπό κράτηση. Στις 2 Φεβρουαρίου 2011 εκδόθηκε κατ' αυτού απόφαση περί απομακρύνσεως.

23      Με απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2011, η διάρκεια της κρατήσεως του Μ. Arslan καθορίσθηκε σε 60 ημέρες με το αιτιολογικό, μεταξύ άλλων, ότι, λαμβανομένης υπόψη της συμπεριφοράς του κατά το παρελθόν, μπορούσε να τεκμαρθεί ότι θα παρεμπόδιζε την εκτέλεση της αποφάσεως περί απομακρύνσεώς του. Η απόφαση αυτή ανέφερε ότι ο ενδιαφερόμενος είχε εισέλθει παρανόμως στον χώρο Σένγκεν, για να αποφύγει τους συνοριακούς ελέγχους, και είχε διαμείνει διαδοχικώς στην Αυστρία και στην Τσεχική Δημοκρατία χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα ούτε θεώρηση. Επιπλέον, η απόφαση αυτή ανέφερε ότι ο Μ. Arslan είχε ήδη εντοπιστεί το 2009 στην ελληνική επικράτεια έχοντας στην κατοχή του πλαστό διαβατήριο και ότι, εν συνεχεία, είχε σταλεί στη χώρα καταγωγής του και τα στοιχεία του είχαν εισαχθεί στο Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν ως προσώπου του οποίου η είσοδος στο έδαφος των κρατών του χώρου Σένγκεν απαγορεύεται για το χρονικό διάστημα από τις 26 Ιανουαρίου 2010 έως τις 26 Ιανουαρίου 2013.

24      Την ίδια ημέρα με την έκδοση της τελευταίας αυτής αποφάσεως, ο Μ. Arslan κατέθεσε ενώπιον των τσεχικών αρχών δήλωση για την παροχή διεθνούς προστασίας.

25      Με απόφαση της 25ης Μαρτίου 2011, η κράτηση του Μ. Arslan παρατάθηκε κατά 120 ημέρες, με το αιτιολογικό ότι η παράταση αυτή ήταν αναγκαία προκειμένου να συνεχιστούν οι προπαρασκευαστικές ενέργειες για την εκτέλεση της αποφάσεως περί απομακρύνσεως του ενδιαφερομένου, λαμβανομένου υπόψη, ειδικότερα, του γεγονότος ότι η διαδικασία σχετικά με την αίτηση διεθνούς προστασίας που κατέθεσε ο Μ. Arslan ήταν ακόμη σε εξέλιξη και ήταν αδύνατη η εκτέλεση της αποφάσεως αυτής κατά την περίοδο εξετάσεως της αιτήσεως αυτής. Στην απόφαση της 25ης Μαρτίου 2011 διαλαμβανόταν ότι η αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας είχε υποβληθεί με σκοπό να παρεμποδιστεί η εκτέλεση της αποφάσεως περί απομακρύνσεως. Η απόφαση αυτή ανέφερε περαιτέρω ότι, έως εκείνη την ημέρα, η πρεσβεία της Τουρκίας δεν είχε εκδώσει ακόμη κάποιο έκτακτο ταξιδιωτικό έγγραφο για τον Μ. Arslan, πράγμα που επίσης μπορούσε να εμποδίσει την εκτέλεση της αποφάσεως περί απομακρύνσεως.

26      Ο M. Arslan άσκησε προσφυγή κατά της εν λόγω αποφάσεως περί παρατάσεως της κρατήσεώς του, ισχυριζόμενος ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, δεν υπήρχε, λαμβανομένης υπόψη της αιτήσεώς του περί παροχής διεθνούς προστασίας, εύλογη προοπτική πραγματοποιήσεως της απελάσεώς του εντός του ανωτάτου χρόνου κρατήσεως των 180 ημερών που προβλέπεται από τον νόμο 326/1999. Στο πλαίσιο αυτό, ανέφερε ότι, σε περίπτωση που απορριπτόταν η αίτησή του περί παροχής διεθνούς προστασίας, θα έκανε χρήση όλων των δυνατοτήτων ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων και μέσων. Λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτού του είδους οι διαφορές συνεπάγονται χρονοβόρες ένδικες διαδικασίες, η εκτέλεση της αποφάσεως περί απομακρύνσεως πριν από τη λήξη του ανωτάτου χρόνου κρατήσεως της εν λόγω προθεσμίας των 180 ημερών ήταν, κατά τη γνώμη του, ανέφικτη. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο M. Arslan υποστήριξε ότι η απόφαση της 25ης Μαρτίου 2011 ήταν αντίθετη προς το άρθρο 15, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας 2008/115, καθώς και προς τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

27      Δεδομένου ότι η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της 27ης Απριλίου 2011 του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι η προσφυγή αυτή στηριζόταν σε αμιγώς ιδιοτελή και καιροσκοπική επιχειρηματολογία, ο Μ. Arslan άσκησε αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου στηριζόμενος, κατ' ουσίαν, στα ίδια επιχειρήματα που προέβαλε πρωτοδίκως.

28      Εν τω μεταξύ, η αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε με απόφαση της 12ης Απριλίου 2011 του τσεχικού Υπουργείου Εσωτερικών, κατά της οποίας ο Μ. Arslan άσκησε προσφυγή.

29      Στις 27 Ιουλίου 2011, τερματίστηκε η κράτηση του ενδιαφερομένου, με το αιτιολογικό ότι το μέτρο αυτό είχε συμπληρώσει τον ανώτατο χρόνο που προβλέπει το εθνικό δίκαιο.

30      Το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς το αν ο αιτών διεθνή προστασία μπορεί, κατ' εφαρμογή της οδηγίας 2008/115, να εξακολουθήσει να κρατείται νομίμως. Ειδικότερα, διερωτάται μήπως η οδηγία αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι πρέπει να τερματίζεται η κράτηση αλλοδαπού με σκοπό την επιστροφή του, οσάκις αυτός υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας. Το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά, μεταξύ άλλων, ότι από συστηματική και τελολογική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων προκύπτει ότι, σε περίπτωση υποβολής αιτήσεως ασύλου, η κράτηση δεν μπορεί να παραταθεί παρά μόνον υπό την προϋπόθεση της εκδόσεως νέας αποφάσεως στηριζομένης όχι στην οδηγία 2008/115, αλλά σε διάταξη επιτρέπουσα ειδικώς τη θέση υπό κράτηση ενός αιτούντος άσυλο. Ωστόσο, το δικαστήριο αυτό εκφράζει επίσης τον φόβο μήπως μια τέτοια ερμηνεία ενθαρρύνει την κατάχρηση των διαδικασιών χορηγήσεως ασύλου.

31      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Nejvyšší správní soud (Ανώτατο διοικητικό δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας [2008/115] σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 9 αυτής, την έννοια ότι η οδηγία αυτή δεν εφαρμόζεται όταν πρόκειται για υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, κατά την έννοια της οδηγίας [2005/85];

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, πρέπει να τερματίζεται η θέση υπό κράτηση αλλοδαπού με σκοπό την επιστροφή του οσάκις ο τελευταίος αυτός υποβάλλει αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας κατά την έννοια της οδηγίας [2005/85] και δεν υφίστανται άλλοι λόγοι για την παράταση της κρατήσεώς του;»

[...]

 

36      Συγκεκριμένα, καταρχάς, από τα ανωτέρω προκύπτει βεβαίως ότι ο M. Arslan δεν αμφισβήτησε την παράταση της κρατήσεώς του λόγω της μη δυνατότητας εφαρμογής της οδηγίας 2008/115, αλλά κυρίως λόγω του ότι η παράταση αυτή ήταν αντίθετη προς το άρθρο 15 αυτής διότι, λαμβανομένου υπόψη του ότι η διαδικασία εξετάσεως μιας αιτήσεως χορηγήσεως ασύλου είναι μακρά, δεν υπήρχε εύλογη προοπτική να μπορέσει να πραγματοποιηθεί η απέλασή του εντός του ανωτάτου χρόνου κρατήσεως που επιτρέπει το τσεχικό δίκαιο. Εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι, για να μπορέσει να κρίνει αν η εν λόγω παράβαση συνιστά ή όχι παράβαση του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να καθορίσει προηγουμένως αν η οδηγία αυτή εξακολουθεί να έχει εφαρμογή στην κατάσταση του M. Arslan μετά την υποβολή της αιτήσεώς του περί χορηγήσεως ασύλου. Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι συνεπώς αναγκαία προκειμένου το εν λόγω δικαστήριο να μπορέσει να αποφανθεί επί του βασίμου του επιχειρήματος που προβλήθηκε ενώπιόν του.

[...]

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

40      Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 9 αυτής, έχει την έννοια ότι η οδηγία αυτή δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση υπηκόων τρίτης χώρας που έχουν υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας, υπό την έννοια της οδηγίας 2005/85.

[...]

 

43      Όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/115, το άρθρο 2, παράγραφος 1, αυτής ορίζει ότι εφαρμόζεται στους παρανόμως διαμένοντες στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόους τρίτης χώρας. Η έννοια της «παράνομης παραμονής» ορίζεται στο άρθρο 3, σημείο 2, της οδηγίας αυτής ως «παρουσία στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόου τρίτης χώρας που δεν πληροί, ή δεν πληροί πλέον, τις προϋποθέσεις [.] εισόδου, παραμονής ή διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος».

44      Η αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας 2008/115 διευκρινίζει συναφώς ότι, «[σ]ύμφωνα με την οδηγία [2005/85], υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση για άσυλο σε ένα κράτος μέλος δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι διαμένει παράνομα στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους μέχρι να εκδοθεί απόφαση που να απορρίπτει την αίτηση, ή απόφαση που να του/της στερεί το δικαίωμα να διαμείνει ως αιτών άσυλο».

45      Συγκεκριμένα, η οδηγία 2005/85, η οποία αποσκοπεί, σύμφωνα με το άρθρο της 1, στη θέσπιση ελάχιστων προδιαγραφών για τις διαδικασίες διά των οποίων τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα, προβλέπει στο άρθρο της 7, παράγραφος 1, το δικαίωμα των αιτούντων άσυλο να παραμείνουν, αποκλειστικά για τον σκοπό της διαδικασίας χορηγήσεως ασύλου, στο κράτος μέλος στο οποίο η αίτησή τους υποβλήθηκε ή εξετάζεται, μέχρις ότου η αρμόδια για την εξέταση αυτή αρχή αποφανθεί σε πρώτο βαθμό επί της αιτήσεως αυτής.

46      Το άρθρο 7, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας δεν επιτρέπει εξαίρεση από τον κανόνα που περιέχεται στην παράγραφο 1 της διατάξεως αυτής, παρά μόνον υπό περιοριστικές προϋποθέσεις, ήτοι όταν δεν πρόκειται για πρώτη αίτηση χορηγήσεως ασύλου, αλλά για μεταγενέστερη αίτηση η οποία δεν πρόκειται να εξετασθεί περαιτέρω, ή όταν ο αιτών άσυλο έχει παραδοθεί ή εκδοθεί είτε σε άλλο κράτος μέλος, είτε σε τρίτη χώρα είτε, τέλος, σε διεθνή ποινικά δικαστήρια.

47      Επιπλέον, το άρθρο 39, παράγραφος 3, της οδηγίας 2005/85 παρέχει σε κάθε κράτος μέλος τη δυνατότητα να διευρύνει το δικαίωμα που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, αυτής, προβλέποντας ότι η άσκηση προσφυγής κατά της αποφάσεως της αρμόδιας σε πρώτο βαθμό αρχής έχει ως αποτέλεσμα να επιτρέπεται στους αιτούντες άσυλο να παραμείνουν στο έδαφος του εν λόγω κράτους εν αναμονή της εκβάσεως της προσφυγής αυτής.

48      Συνεπώς, μολονότι το εν λόγω άρθρο 7, παράγραφος 1, δεν παρέχει ρητώς δικαίωμα για χορήγηση άδειας διαμονής, αλλά αφήνει στη διακριτική ευχέρεια κάθε κράτους μέλους την απόφαση περί χορηγήσεως ή μη της άδειας αυτής, από το γράμμα, την οικονομία και τον σκοπό των οδηγιών 2005/85 και 2008/115 προκύπτει ότι ο αιτών άσυλο έχει, ανεξάρτητα από τη χορήγηση μιας τέτοιας άδειας, το δικαίωμα να παραμείνει στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους τουλάχιστον έως ότου η αίτησή του απορριφθεί σε πρώτο βαθμό και δεν μπορεί συνεπώς να θεωρείται ότι «διαμένει παρανόμως» κατά την έννοια της οδηγίας 2008/115, η οποία αποσκοπεί στην απομάκρυνσή του από το εν λόγω έδαφος.

49      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 9 αυτής, έχει την έννοια ότι η οδηγία αυτή δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση υπηκόου τρίτης χώρας που έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας, υπό την έννοια της οδηγίας 2005/85, τούτο δε κατά τη περίοδο μεταξύ της υποβολής της εν λόγω αιτήσεως και της εκδόσεως της αποφάσεως πρώτου βαθμού που αποφαίνεται επί της αιτήσεως αυτής ή, ενδεχομένως, της εκβάσεως της προσφυγής που ασκήθηκε κατά της εν λόγω αποφάσεως.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

50      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ' ουσίαν, αν, παρά τη μη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2008/115 στους υπηκόους τρίτων χωρών που έχουν υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας, κατά την έννοια της οδηγίας 2008/115, είναι δυνατόν να διατηρηθεί υπό κράτηση ένας τέτοιος υπήκοος ο οποίος υπέβαλε την εν λόγω αίτηση αφού τέθηκε υπό κράτηση δυνάμει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 με σκοπό την επιστροφή του ή την απομάκρυνσή του.

[...]

52      Όπως έχει ήδη τονίσει το Δικαστήριο, η κράτηση ενόψει απομάκρυνσης, η οποία διέπεται από την οδηγία 2008/115, και η κράτηση που διατάσσεται κατά ατόμου που ζητεί άσυλο, δυνάμει, μεταξύ άλλων, των οδηγιών 2003/9 και 2005/85 και των εφαρμοστέων διατάξεων του εθνικού δικαίου, υπάγονται σε διαφορετικά νομικά καθεστώτα (βλ. απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2009, C‑357/09 PPU, Kadzoev, Συλλογή 2009, σ. I‑11189, σκέψη 45).

53      Όσον αφορά το καθεστώς που μπορεί να εφαρμοσθεί στους αιτούντες άσυλο, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/9 προβλέπει την αρχή ότι οι αιτούντες άσυλο μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής ή στην περιοχή την οποία τους ορίζει αυτό το κράτος μέλος. Η παράγραφος 3 του εν λόγω άρθρου 7 διευκρινίζει ωστόσο ότι τα κράτη μέλη μπορούν, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, παραδείγματος χάριν εάν το επιτάσσει η νομοθεσία ή η δημόσια τάξη, να περιορίζουν τον αιτούντα άσυλο σε συγκεκριμένο τόπο, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο.

54      Κατά το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85, τα κράτη μέλη δεν υποβάλλουν σε κράτηση ένα πρόσωπο για τον λόγο και μόνο ότι ζητεί άσυλο και, κατά την παράγραφο 2 του ίδιου αυτού άρθρου, όταν υποβάλλουν έναν αιτούντα άσυλο σε κράτηση, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να υπάρχει η δυνατότητα ταχείας δικαστικής επανεξέτασης. Ο δικαστικός έλεγχος προβλέπεται επίσης στο άρθρο 21 της οδηγίας 2003/9 για τις αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 7 της οδηγίας αυτής.

[...]

56      Κατά συνέπεια, επί του παρόντος εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν, τηρώντας πλήρως τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν τόσο από το διεθνές δίκαιο όσο και από το δίκαιο της Ένωσης, τους λόγους για τους οποίους μπορεί να τεθεί ή να παραμείνει υπό κράτηση ένας αιτών άσυλο.

57      Όσον αφορά μια κατάσταση όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, στην οποία, αφενός, ο υπήκοος τρίτης χώρας τέθηκε υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 για τον λόγο ότι η συμπεριφορά του δημιουργούσε φόβους ότι, αν δεν ετίθετο υπό κράτηση, θα διέφευγε και θα παρεμπόδιζε την απομάκρυνσή του, και, αφετέρου, η αίτηση ασύλου φαίνεται να έχει υποβληθεί με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει, ή ακόμη και να υπομονεύσει, την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής που εκδόθηκε κατ' αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι περιστάσεις αυτές μπορούν πράγματι να δικαιολογήσουν τη διατήρηση της κρατήσεως του εν λόγω υπηκόου ακόμη και μετά την υποβολή αιτήσεως ασύλου.

58      Συγκεκριμένα, εθνική διάταξη που επιτρέπει, υπό τέτοιες συνθήκες, τη διατήρηση της κρατήσεως του αιτούντος άσυλο είναι συμβατή προς το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85, εφόσον η κράτηση αυτή δεν προκύπτει από την υποβολή της αιτήσεως ασύλου, αλλά από τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την ατομική συμπεριφορά του αιτούντος αυτού πριν και κατά την υποβολή της αιτήσεως αυτής.

59      Περαιτέρω, στον βαθμό που η διατήρηση της κρατήσεως φαίνεται ότι υπό παρόμοιες συνθήκες είναι αντικειμενικώς αναγκαία προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο ο ενδιαφερόμενος να αποφύγει οριστικά την επιστροφή του, η διατήρηση αυτή επιτρέπεται επίσης δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/9.

60      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, καίτοι η οδηγία 2008/115 είναι προσωρινώς ανεφάρμοστη κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας εξετάσεως της αιτήσεως ασύλου, τούτο ουδόλως σημαίνει ότι ως εκ τούτου θα τερματιζόταν οριστικά η διαδικασία επιστροφής, καθόσον αυτή μπορεί να συνεχιστεί σε περίπτωση που θα απορριπτόταν η αίτηση ασύλου. Όπως όμως επισήμαναν η Τσεχική, η Γερμανική, η Γαλλική και η Σλοβακική Κυβέρνηση, θα θιγόταν ο σκοπός της οδηγίας αυτής, ήτοι η αποτελεσματική επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, αν ήταν αδύνατο στα κράτη μέλη να αποφύγουν, υπό συνθήκες όπως αυτές που εκτέθηκαν στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, να μπορεί ο ενδιαφερόμενος, με την υποβολή αιτήσεως ασύλου, να επιτυγχάνει αυτομάτως την απόλυσή του (βλ., κατ' αναλογία, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2011, C‑329/11, Achughbabian, Συλλογή 2011, σ. Ι‑12695, σκέψη 30).

61      Επιπλέον, το άρθρο 23, παράγραφος 4, στοιχείο ι΄, της οδηγίας 2005/85 προβλέπει ρητώς ότι η περίσταση ότι ο αιτών υποβάλλει αίτηση μόνο για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση προγενέστερης ή επικείμενης απόφασης που θα οδηγούσε στην απομάκρυνσή του μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας εξετάσεως της εν λόγω αιτήσεως, καθόσον η περίσταση αυτή μπορεί να δικαιολογήσει την επιτάχυνση ή τη θέση σε προτεραιότητα της εξετάσεως αυτής. Η οδηγία 2008/115 μεριμνά συνεπώς ώστε τα κράτη μέλη να έχουν τα αναγκαία εργαλεία στη διάθεσή τους για να μπορούν να διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας επιστροφής, αποφεύγοντας την αναστολή της εν λόγω διαδικασίας πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την ορθή επεξεργασία της αιτήσεως.

62      Πρέπει ωστόσο να διευκρινιστεί ότι από το γεγονός και μόνον ότι ένας αιτών άσυλο, κατά την υποβολή της αιτήσεώς του, αποτελεί αντικείμενο αποφάσεως περί επιστροφής και έχει τεθεί υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 δεν μπορεί να τεκμαίρεται, χωρίς κατά περίπτωση εκτίμηση του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, ότι αυτός υπέβαλε την αίτηση αυτή με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιώσει την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής και ότι είναι αντικειμενικώς αναγκαία και αναλογική η διατήρηση του μέτρου της κρατήσεως.

63      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι οδηγίες 2003/9 και 2005/85 δεν απαγορεύουν τη διατήρηση της κρατήσεως υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας κατά την έννοια της οδηγίας 2008/115 αφού τέθηκε υπό κράτηση δυνάμει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115, βάσει διατάξεως του εθνικού δικαίου, αν προκύπτει, κατόπιν κατά περίπτωση εκτιμήσεως του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, ότι η αίτηση υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιωθεί η εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής και ότι είναι αντικειμενικώς αναγκαία η διατήρηση του μέτρου της κρατήσεως για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να αποφύγει οριστικά ο ενδιαφερόμενος την επιστροφή του».

 Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 9 αυτής, έχει την έννοια ότι η οδηγία αυτή δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση υπηκόου τρίτης χώρας που έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας, υπό την έννοια της οδηγίας 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα, τούτο δε κατά τη περίοδο μεταξύ της υποβολής της εν λόγω αιτήσεως και της εκδόσεως της αποφάσεως πρώτου βαθμού που αποφαίνεται επί της αιτήσεως αυτής ή, ενδεχομένως, της εκβάσεως της προσφυγής που ασκήθηκε κατά της εν λόγω αποφάσεως.

2)      Η οδηγία 2003/9/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη, και η οδηγία 2005/85 δεν απαγορεύουν τη διατήρηση της κρατήσεως υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας κατά την έννοια της οδηγίας 2008/85 αφού τέθηκε υπό κράτηση δυνάμει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115, βάσει διατάξεως του εθνικού δικαίου, αν προκύπτει, κατόπιν κατά περίπτωση εκτιμήσεως του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, ότι η αίτηση υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιωθεί η εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής και ότι είναι αντικειμενικώς αναγκαία η διατήρηση του μέτρου της κρατήσεως για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να αποφύγει οριστικά ο ενδιαφερόμενος την επιστροφή του».

 

Η Οδηγία 2005/85/ΕΚ δεν απαγορεύει, υπό προϋποθέσεις, την συνέχιση της κράτησης αιτητή ασύλου αν αυτή είχε διαταχθεί στα πλαίσια της απομάκρυνσής του πριν την καταχώριση της αίτησης, αλλά δεν επιτρέπει την εφαρμογή των διατάξεων της Οδηγίας 2008/115 (την έκδοση δηλαδή των διαταγμάτων κράτησης) σε αιτητή ασύλου (αν τέτοια διατάγματα δεν είχαν εκδοθεί προηγουμένως)  στο διάστημα στο οποίο εξετάζεται η αίτησή του και μέχρι αυτή να καταστεί τελική ή και μόνο μέχρι την εξέτασή της, ανάλογα με την περίπτωση και τις ειδικές διατάξεις σε σχέση με τις απαράδεκτες μεταγενέστερες αιτήσεις και άλλες.

Ο περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμος (Κεφ.105) προβλέπει στο άρθρο 14(1) και άρθρο 18ΠΣΤ για την εξουσία του Διευθυντή να θέτει τον παράνομο μετανάστη σε κράτηση για σκοπούς απέλαση, υπό τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

«14.-(1) Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ και τωv όρωv oπoιασδήπoτε άδειας ή έγκρισης πoυ χoρηγήθηκε βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή oπoιωvδήπoτε Καvovισμώv πoυ εκδόθηκαv βάσει αυτoύ και με την επιφύλαξη των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου, o Αvώτερoς Λειτουργός Μετανάστευσης δύvαται vα διατάξει oπoιoδήπoτε αλλoδαπό o oπoίoς είvαι απαγoρευμέvoς μεταvάστης ή oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo, αφoύ εισήλθε στη Δημoκρατία με άδεια vα παραμείvει σε αυτή για περιoρισμέvη περίoδo, παραμέvει στη Δημoκρατία μετά τηv παρέλευση της περιόδoυ αυτής ή oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo περιλαμβάvεται εvτός της κατηγoρίας πoυ απαριθμείται στηv παράγραφo (θ) τoυ εδαφίoυ (1) τoυ άρθρoυ 6 vα απελαθεί από τη Δημoκρατία και, εv τω μεταξύ, vα τεθεί υπό κράτηση».

 

            «Κράτηση

            18ΠΣΤ.-(1) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται να εφαρμοστούν             αποτελεσματικά άλλα επαρκή αλλά λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, ο Υπουργός             Εσωτερικών δύναται να εκδίδει διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση        υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, μόνο για            την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας           απομάκρυνσης, ιδίως όταν -

     (α) υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, ή

     (β) ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την      προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης.

     Τέτοια κράτηση έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διατηρείται μόνο      καθόσον χρόνο η διαδικασία απομάκρυνσης εξελίσσεται και εκτελείται με          τη δέουσα επιμέλεια.

            (2) Η κράτηση διατάσσεται εγγράφως βάσει του άρθρου 14 και συνοδεύεται από   αιτιολόγηση των πραγματικών και νομικών λόγων.

            (3) (α) Το διάταγμα κράτησης υπόκειται σε προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του             Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Άρθρου και υπό τις      προϋποθέσεις υπό τις οποίες το εν λόγω Άρθρο επιτρέπει τέτοια προσφυγή.

     (β) Ο Υπουργός Εσωτερικών ενημερώνει αμέσως κάθε επηρεαζόμενο υπήκοο τρίτης      χώρας σχετικά με τη δυνατότητα προσφυγής η οποία αναφέρεται στην παράγραφο          (α).

(γ) Ο Υπουργός Εσωτερικών απολύει αμέσως τον επηρεαζόμενο υπήκοο τρίτης χώρας, εάν το διάταγμα κράτησής του ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ή ανακληθεί από τον Υπουργό Εσωτερικών.

            (4) Ο Υπουργός Εσωτερικών επανεξετάζει κάθε διάταγμα κράτησης το οποίο εκδίδει             δυνάμει του παρόντος άρθρου-

     (α) αυτεπάγγελτα ανά δίμηνο, και

     (β) σε οποιοδήποτε εύλογο χρονικό διάστημα, κατ' αίτηση του επηρεαζόμενου       υπηκόου τρίτης χώρας.

            (5) (α) Η διάρκεια κράτησης βάσει του παρόντος άρθρου υπόκειται σε αίτηση για την             έκδοση εντάλματος habeas corpus δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος,   σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Άρθρου.

            (β) Ο Υπουργός Εσωτερικών ενημερώνει αμέσως κάθε επηρεαζόμενο υπήκοο τρίτης             χώρας σχετικά με τη δυνατότητα αίτησης η οποία αναφέρεται στην παράγραφο (α).

            (γ) Ο Υπουργός Εσωτερικών απολύει αμέσως τον επηρεαζόμενο υπήκοο τρίτης   χώρας, εάν η αίτησή του δυνάμει της παραγράφου (α) γίνει δεκτή από το Ανώτατο         Δικαστήριο.

            (6) Οσάκις καθίσταται πρόδηλο ότι δεν υφίσταται πλέον λογικά προοπτική απομάκρυνσης για νομικούς ή άλλους λόγους ή όταν παύουν να ισχύουν οι όροι του      εδαφίου (1), η κράτηση παύει να δικαιολογείται και το συγκεκριμένο πρόσωπο     απολύεται αμέσως.

            (7) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (γ) του εδαφίου (3) και της        παραγράφου (γ) του εδαφίου (5),  η κράτηση εξακολουθεί καθ' όλη τη         χρονική περίοδο κατά την οποία πληρούνται οι όροι του εδαφίου (1) και          είναι αναγκαία για να διασφαλισθεί η επιτυχής απομάκρυνση και δεν      υπερβαίνει τους έξι μήνες.

            (8) Ο Υπουργός Εσωτερικών δε δύναται να παρατείνει το χρονικό διάστημα που   αναφέρεται στο εδάφιο (7) παρά μόνο για πρόσθετο περιορισμένο χρόνο που δεν         υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, παρ' όλες τις εύλογες προσπάθειες, η επιχείρηση απομάκρυνσης είναι πιθανόν να διαρκέσει περισσότερο          επειδή-

     (α) ο συγκεκριμένος υπήκοος της τρίτης χώρας αρνείται να συνεργαστεί, ή

     (β) καθυστερεί η λήψη αναγκαίων εγγράφων από τρίτες χώρες».

 

Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει πως υπάρχει επιφύλαξη υπέρ των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000) δυνάμει του οποίου δεν επιτρέπεται η έκδοση διατάγματος κράτησης αιτητή διεθνούς προστασίας ή η απομάκρυνσή του, ενόσω έχει εκ του Νόμου δικαίωμα παραμονής μέχρι το διάστημα που ορίζει ο Νόμος για την εκάστοτε περίπτωση αίτησης διεθνούς προστασίας (αρχική αίτηση, μεταγενέστερη αίτηση - απαράδεκτη ή παραδεκτή και αβάσιμη - δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση). Μετά την λήξη του δικαιώματος αυτού και ανεξάρτητα από την εξασφάλιση διατάγματος παραμονής από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, ο αιτητής ασύλου μπορεί κάλλιστα να κριθεί πως θα πρέπει να απελαθεί ως παράνομος μετανάστης, είτε επειδή η απέλασή του ως παράνομου μετανάστη αναστάληκε για όλο το διάστημα της υποβολής και εξέτασης της αίτησής του, είτε επειδή εκδίδεται διάταγμα απέλασης από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού τερματίσει το δικαίωμα παραμονής εκεί και όπου προνοείται τέτοια εξουσία στις ταχύρυθμες διαδικασίες.

Σχετική με το θέμα αυτό είναι η πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ C-181/2016, Sadikou Gnandi, ημερομηνίας 19/6/2018, (Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως), στην οποία τέθηκε προδικαστικό ερώτημα από το Συμβούλιο της Επικρατείας του Βελγίου σε σχέση με την απομάκρυνση παράνομων μεταναστών και το στάδιο κατά το οποίο ο δύναται να γίνει δεκτό, ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας που καταχώρησε αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε, είναι παράνομος στην χώρα. Ειδικότερα αν θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι μετά την ολοκλήρωση της διοικητικής διαδικασίας θα μπορούσε παρά το γεγονός ότι διασφαλίζεται το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και ως εκ τούτου και δικαίωμα παραμονής μέχρι την λήξη της προθεσμίας καταχώρισής της, ο αιτητής δυνατόν να θεωρηθεί ως παράνομος μετανάστης και εναντίον του να εκδοθεί διάταγμα κράτησης και απέλασης βάσει της Οδηγίας 2008/115. Η απάντηση που δόθηκε ήταν καταφατική με τα ακόλουθα αποσπάσματα να είναι χρήσιμα ως προς τα ζητήματα που απασχολούν στην παρούσα υπόθεση, σε σχέση με τα γεγονότα της:

«Σύμφωνα με την οδηγία [2005/85], υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση για άσυλο σε ένα κράτος μέλος δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι διαμένει παράνομα στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους μέχρι να εκδοθεί απόφαση που να απορρίπτει την αίτηση ή απόφαση που να του/της στερεί το δικαίωμα να διαμείνει ως αιτών άσυλο.

[.]

(12)

Θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση των υπηκόων τρίτων χωρών που παραμένουν παράνομα, αλλά δεν μπορούν ακόμη να απομακρυνθούν. [.]

[.]

 

(24)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον [Χάρτη].»

 

14

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι αυτή έχει εφαρμογή στην περίπτωση των παρανόμως διαμενόντων στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόων τρίτης χώρας.

 

15

Το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής προβλέπει τα ακόλουθα:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[.]

2)

"παράνομη παραμονή": παρουσία στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόου τρίτης χώρας που δεν πληροί, ή δεν πληροί πλέον, τις προϋποθέσεις εισόδου, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 του [κανονισμού (ΕΚ) 562/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (Κώδικας Συνόρων του Σένγκεν) (ΕΕ 2006, L 105, σ. 1)], ή τις λοιπές προϋποθέσεις εισόδου, παραμονής ή διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος·

[.]

4)

"απόφαση επιστροφής": διοικητική ή δικαστική απόφαση ή πράξη με την οποία κηρύσσεται ή αναφέρεται ως παράνομη η παραμονή υπηκόου τρίτης χώρας και του επιβάλλεται ή αναφέρεται υποχρέωση επιστροφής·

 

5)

"απομάκρυνση": εκτέλεση της υποχρέωσης επιστροφής, και συγκεκριμένα φυσική μεταφορά εκτός του κράτους μέλους·

[.]».

 

16

Το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μη επαναπροώθηση, βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού, οικογενειακή ζωή και κατάσταση της υγείας», ορίζει τα εξής:

«Κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη λαμβάνουν δεόντως υπόψη:

α)

τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού,

 

β)

την οικογενειακή ζωή,

 

γ)

την κατάσταση της υγείας του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας,

και τηρούν την αρχή της μη επαναπροώθησης.»

 

17

Το άρθρο 6 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απόφαση επιστροφής», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Τα κράτη μέλη εκδίδουν απόφαση επιστροφής για υπηκόους τρίτης χώρας που διαμένουν παράνομα στο έδαφός τους, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5.

[.]

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν, ανά πάσα στιγμή, να χορηγήσουν αυτόνομη άδεια διαμονής ή άλλη άδεια που παρέχει δικαίωμα παραμονής για λόγους φιλευσπλαχνίας, ανθρωπιστικούς ή άλλους λόγους, σε υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος διαμένει παράνομα στο έδαφός τους. Στην περίπτωση αυτή, δεν εκδίδεται απόφαση επιστροφής. Εφόσον η απόφαση επιστροφής έχει ήδη εκδοθεί, τότε αυτή ανακαλείται ή αναστέλλεται για τη διάρκεια ισχύος του τίτλου διαμονής ή άλλης άδειας που παρέχει δικαίωμα παραμονής.

[.]

6.   Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν απόφαση ως προς τη λήξη της νόμιμης παραμονής μαζί με απόφαση επιστροφής και/ή απόφαση απομάκρυνσης και/ή απαγόρευση εισόδου, στο πλαίσιο ατομικής διοικητικής ή δικαστικής απόφασης ή πράξης, όπως προβλέπεται στην εθνική τους νομοθεσία, με την επιφύλαξη των δικονομικών εγγυήσεων του Κεφαλαίου ΙΙΙ και δυνάμει άλλων συναφών διατάξεων του κοινοτικού και εθνικού δικαίου.»

[...]

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

26

Στις 14 Απριλίου 2011, ο S. Gnandi, υπήκοος Τόγκο, υπέβαλε στις βελγικές αρχές αίτηση υπαγωγής στο καθεστώς διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε, στις 23 Μαΐου 2014, από τον Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides (Γενικό Επίτροπο για τους πρόσφυγες και τους ανιθαγενείς, στο εξής: ΓΕΠΑ). Στις 3 Ιουνίου 2014, το Βελγικό Δημόσιο, διά της Office des étrangers (Υπηρεσίας Αλλοδαπών, Βέλγιο), διέταξε τον S. Gnandi να εγκαταλείψει τη βελγική επικράτεια.

 

27

Στις 23 Ιουνίου 2014, ο S. Gnandi άσκησε προσφυγή ενώπιον του Conseil du contentieux des étrangers (Συμβουλίου επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών, Βέλγιο) κατά της αποφάσεως του ΓΕΠΑ της 23ης Μαΐου 2014. Αυθημερόν, ζήτησε από το δικαιοδοτικό όργανο αυτό την ακύρωση και την αναστολή εκτελέσεως της διαταγής προς εγκατάλειψη της εθνικής επικράτειας της 3ης Ιουνίου 2014.

 

28

Το Conseil du contentieux des étrangers (Συμβούλιο επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών) απέρριψε, με απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 2014, την προσφυγή κατά της αποφάσεως του ΓΕΠΑ της 23ης Μαΐου 2014, καθώς και, με απόφαση της 19ης Μαΐου 2015, την προσφυγή κατά της διαταγής προς εγκατάλειψη της εθνικής επικράτειας της 3ης Ιουνίου 2014. Κατόπιν αναιρέσεως που άσκησε ο S. Gnandi κατά των δύο αυτών αποφάσεων, το Conseil d'État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Βέλγιο) αναίρεσε, στις 10 Νοεμβρίου 2015, την απόφαση του Conseil du contentieux des étrangers (Συμβουλίου επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών) της 31ης Οκτωβρίου 2014 και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του εν λόγω δικαιοδοτικού οργάνου. Η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά αποκλειστικώς την αίτηση αναιρέσεως του S. Gnandi κατά της αποφάσεως του Conseil du contentieux des étrangers (Συμβουλίου επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών) της 19ης Μαΐου 2015.

 

29

Στο πλαίσιο της εκδικάσεως της αποφάσεως αυτής, το Conseil d'État (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν το άρθρο 5 της οδηγίας [2008/115], το οποίο επιβάλλει στα κράτη μέλη την τήρηση της αρχής της μη επαναπροωθήσεως κατά την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας, καθώς και το δικαίωμα σε αποτελεσματική προσφυγή, που προβλέπεται από το άρθρο 13, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας και από το άρθρο 47 του [Χάρτη], την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτά η έκδοση αποφάσεως επιστροφής, όπως αυτή προβλέπεται από το άρθρο 6 της προαναφερθείσας οδηγίας [2008/115], καθώς και από το άρθρο 52/3, παράγραφος 1, του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 και από το άρθρο 75, παράγραφος 2, του βασιλικού διατάγματος της 8ης Οκτωβρίου 1981 σχετικά με την είσοδο των αλλοδαπών στην εθνική επικράτεια, τη διαμονή, την εγκατάσταση και την απομάκρυνσή τους, ήδη από της απορρίψεως της αιτήσεως ασύλου από τον [ΓΕΠΑ] και, συνεπώς, πριν από την εξάντληση των ένδικων μέσων κατά της απορριπτικής αυτής αποφάσεως και πριν καταστεί δυνατή η οριστική περάτωση της διαδικασίας ασύλου;»

[...]

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

35

Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ' ουσίαν, να διευκρινισθεί αν η οδηγία 2008/115, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με την οδηγία 2005/85 και με γνώμονα την αρχή της μη επαναπροωθήσεως και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, που κατοχυρώνονται με το άρθρο 18, το άρθρο 19, παράγραφος 2, και το άρθρο 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτήν η έκδοση αποφάσεως περί επιστροφής, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, εις βάρος υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε αίτηση υπαγωγής στο καθεστώς διεθνούς προστασίας, ήδη από της εκ μέρους της υπεύθυνης αρχής απορρίψεως της αιτήσεως αυτής και, ως εκ τούτου, πριν από την εκδίκαση της ένδικης προσφυγής κατά της απορρίψεως αυτής.

 

36

Καταρχάς, διαπιστώνεται, όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης διαταγή προς εγκατάλειψη της εθνικής επικράτειας συνιστά απόφαση επιστροφής κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 4, της οδηγίας 2008/115. Με τη διάταξη αυτή ορίζεται, πράγματι, η έννοια της «αποφάσεως επιστροφής» ως διοικητική ή δικαστική απόφαση ή πράξη με την οποία κρίνεται παράνομη η διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας και του επιβάλλεται ή αναγνωρίζεται υποχρέωση επιστροφής.

 

37

Κατά το άρθρο της 2, παράγραφος 1, η οδηγία αυτή έχει εφαρμογή στην περίπτωση των υπηκόων τρίτης χώρας που διαμένουν παρανόμως εντός κράτους μέλους. Όσον αφορά ειδικότερα τις αποφάσεις επιστροφής, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη εκδίδουν, καταρχήν, τέτοια απόφαση εις βάρος κάθε υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος διαμένει παράνομα στο έδαφός τους.

 

38

Για να κριθεί αν μπορεί να εκδοθεί απόφαση επιστροφής εις βάρος υπηκόου τρίτης χώρας ήδη από της εκ μέρους της υπεύθυνης αρχής απορρίψεως της αιτήσεώς του για την παροχή διεθνούς προστασίας πρέπει, επομένως, να εξετασθεί, κατά πρώτον, αν η διαμονή του υπηκόου αυτού καθίσταται παράνομη, κατά την έννοια της οδηγίας 2008/115, ήδη από του χρονικού σημείου της απορρίψεως αυτής.

 

39

Συναφώς, από τον ορισμό της έννοιας της «παράνομης διαμονής», κατά το άρθρο 3, σημείο 2, της οδηγίας αυτής, προκύπτει ότι κάθε υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος βρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους χωρίς να πληροί τις προϋποθέσεις εισόδου, παραμονής ή διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος, βρίσκεται εξ αυτού και μόνον του λόγου παρανόμως σε αυτό (απόφαση της 7ης Ιουνίου 2016, Affum, C‑47/15EU:C:2016:408, σκέψη 48).

 

40

Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85, ο αιτών την παροχή διεθνούς προστασίας επιτρέπεται να παραμείνει στο κράτος μέλος, αποκλειστικά για τον σκοπό της διαδικασίας, μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση σε πρώτο βαθμό περί απορρίψεως της αιτήσεως διεθνούς προστασίας. Μολονότι η εν λόγω διάταξη ορίζει ρητώς ότι το δικαίωμα αυτό παραμονής δεν θεμελιώνει δικαίωμα για τη χορήγηση άδειας διαμονής, ωστόσο από την αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας 2008/115, μεταξύ άλλων, προκύπτει ότι το εν λόγω δικαίωμα παραμονής αποκλείει το ενδεχόμενο να χαρακτηρισθεί η διαμονή αιτούντος διεθνή προστασία ως «παράνομη», κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, κατά το χρονικό διάστημα από της υποβολής της αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας έως την έκδοση της σε πρώτο βαθμό αποφάσεως επί της αιτήσεως αυτής.

 

41

Όπως συνάγεται άνευ αμφισημίας από το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85, το προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή δικαίωμα παραμονής παύει να υφίσταται με την έκδοση αποφάσεως σε πρώτο βαθμό περί απορρίψεως από την υπεύθυνη αρχή της αιτήσεως για την παροχή διεθνούς προστασίας. Ελλείψει δικαιώματος ή αδείας διαμονής που χορηγήθηκε στον ενδιαφερόμενο βάσει ετέρου νομικού ερείσματος, ιδίως δε βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, και καθιστά δυνατό στον αιτούντα του οποίου η αίτηση απορρίφθηκε να πληροί τις προϋποθέσεις εισόδου, παραμονής και διαμονής στο οικείο κράτος μέλος, η απορριπτική αυτή απόφαση έχει ως συνέπεια ότι, ήδη από του χρόνου εκδόσεώς της, ο αιτών δεν πληροί πλέον τις εν λόγω προϋποθέσεις, οπότε η διαμονή του καθίσταται παράνομη.

 

42

Βεβαίως, βάσει του άρθρου 39, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2005/85, παρέχεται στα κράτη μέλη η δυνατότητα να θεσπίζουν κανόνες επιτρέποντες στους αιτούντες διεθνή προστασία να παραμένουν στο έδαφός τους καθόσον εκκρεμεί η εκδίκαση ενδίκου βοηθήματος κατά της απορρίψεως της αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας. Εν προκειμένω, το άρθρο 39/70 του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 περιλαμβάνει, κατά τα φαινόμενα, κανόνα αυτού του είδους, δεδομένου ότι παρέχει στους αιτούντες διεθνή προστασία το δικαίωμα να παραμείνουν στη βελγική επικράτεια κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για την άσκηση τέτοιας προσφυγής και ενόσω εκκρεμεί η εκδίκασή της, στοιχείο του οποίου η διακρίβωση απόκειται στο αιτούν δικαστήριο.

 

43

Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε, βεβαίως, στις σκέψεις 47 και 49 της αποφάσεως της 30ής Μαΐου 2013, Arslan (C‑534/11EU:C:2013:343), ότι, εφόσον επιτραπεί η παραμονή προκειμένου να ασκηθεί πράγματι προσφυγή κατά της απορρίψεως της αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας, το γεγονός αυτό αποκλείει την εφαρμογή της οδηγίας 2008/115 στην περίπτωση του υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε την αίτηση αυτή μέχρις ότου εκδικασθεί η ασκηθείσα κατά της απορρίψεώς της προσφυγή.

 

44

Ωστόσο, από την απόφαση αυτή δεν μπορεί να συναχθεί ότι το ενδεχόμενο να επιτραπεί η παραμονή θα απέκλειε το να γίνει δεκτό ότι, ήδη από της απορρίψεως της αιτήσεως διεθνούς προστασίας και υπό την επιφύλαξη της υπάρξεως δικαιώματος ή αδείας διαμονής, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως, η διαμονή του ενδιαφερομένου καθίσταται παράνομη, κατά την έννοια της οδηγίας 2008/115.

 

45

Πράγματι, πρώτον, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου των προδικαστικών ερωτημάτων που είχαν υποβληθεί στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, καθώς και του πλαισίου εντός του οποίου αυτή εντασσόταν, πρέπει να διευκρινισθεί ότι η ερμηνεία που προέκρινε το Δικαστήριο στην ίδια αυτή απόφαση δόθηκε με αποκλειστικό σκοπό να διασφαλισθεί η αναστολή της διαδικασίας επιστροφής ενόσω επιτρέπεται η παραμονή του αιτούντος του οποίου απορρίφθηκε η αίτηση εν αναμονή της εκδικάσεως της προσφυγής του και, ειδικότερα, να διασφαλισθεί ότι, κατά το χρονικό διάστημα αυτό, ο αιτών δεν μπορεί να τεθεί υπό κράτηση, βάσει του άρθρου 15 της εν λόγω οδηγίας, με σκοπό την απομάκρυνση.

 

46

Δεύτερον, ούτε το άρθρο 3, σημείο 2, της οδηγίας 2008/115 ούτε κάποια άλλη διάταξή της εξαρτούν τον παράνομο χαρακτήρα της διαμονής από την έκβαση της προσφυγής κατά διοικητικής αποφάσεως με αντικείμενο το πέρας της νόμιμης διαμονής ή το ότι δεν επετράπη η παραμονή εν αναμονή της εκδικάσεως της προσφυγής αυτής. Αντιθέτως, μολονότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, από τη συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85 και της αιτιολογικής σκέψεως 9 της οδηγίας 2008/115 προκύπτει ότι το δικαίωμα του αιτούντος διεθνή προστασία να παραμείνει εντός του οικείου κράτους μέλους κατά το χρονικό διάστημα από την υποβολή της αιτήσεώς του έως την έκδοση αποφάσεως σε πρώτο βαθμό επί της αιτήσεως αυτής αποκλείει τον χαρακτηρισμό, κατά το χρονικό διάστημα αυτό, της διαμονής του ενδιαφερομένου ως «παράνομης», κατά την έννοια της οδηγίας 2008/115, καμία διάταξη ή αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2005/85 ή της οδηγίας 2008/115 δεν προβλέπει, αντιθέτως, ότι το ενδεχόμενο να επιτραπεί η παραμονή στην εθνική επικράτεια μέχρις της εκδικάσεως της προσφυγής κατά της απορρίψεως της αιτήσεως αποκλείει τον χαρακτηρισμό αυτό.

 

47

Τρίτον, η οδηγία 2008/115 δεν ερείδεται επί της παραδοχής ότι ο παράνομος χαρακτήρας της διαμονής και, επομένως, η εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας προϋποθέτουν την έλλειψη οποιασδήποτε εκ του νόμου δυνατότητας υπηκόου τρίτης χώρας να παραμείνει εντός του οικείου κράτους μέλους, ιδίως εν αναμονή της εκδικάσεως της ένδικης προσφυγής κατά της αποφάσεως σχετικά με το περάς της νόμιμης διαμονής. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη της 12, η οδηγία αυτή τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση υπηκόων τρίτης χώρας στους οποίους, αν και παρανόμως διαμένοντες, έχει επιτραπεί να παραμείνουν εντός του οικείου κράτους μέλους, καθόσον δεν μπορεί να επιβληθεί ακόμη η απομάκρυνσή τους. Ειδικότερα, το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τον καθορισμό προσήκουσας προθεσμίας για την οικειοθελή αναχώρηση των ενδιαφερομένων, κατά τη διάρκεια της οποίας επιτρέπεται στα πρόσωπα αυτά, μολονότι παρανόμως διαμένοντα, να παραμείνουν. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 5 και το άρθρο 9, παράγραφος 1, της ιδίας οδηγίας, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν την αρχή της μη επαναπροωθήσεως όσον αφορά παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτης χώρας και να αναβάλλουν την απομάκρυνσή τους αν αυτή στοιχειοθετούσε παραβίαση της εν λόγω αρχής.

 

48

Τέταρτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο κύριος σκοπός της οδηγίας 2008/115 συνίσταται, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις της 2 και 4, στην καθιέρωση αποτελεσματικής πολιτικής περί απομακρύνσεως και επαναπατρισμού με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των ενδιαφερομένων (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2014, Pham, C‑474/13EU:C:2014:2096, σκέψη 20, και της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPUEU:C:2016:84, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 

49

Ειδική έκφανση του σκοπού αυτού αποτελεί το άρθρο 6, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/115, το οποίο παρέχει ρητώς στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να εκδίδουν απόφαση ως προς τη λήξη της νόμιμης διαμονής μαζί με απόφαση περί επιστροφής στο πλαίσιο της ιδίας διοικητικής πράξεως. Πράγματι, η δυνατότητα αυτή συρροής των εν λόγω δύο αποφάσεων σε μία μόνον διοικητική πράξη καθιστά δυνατό στα κράτη μέλη να διασφαλίσουν τη χρονική σύμπτωση, ενδεχομένως δε και την ενοποίηση των διοικητικών διαδικασιών που έχουν ως κατάληξη την έκδοση των εν λόγω αποφάσεων, καθώς και των διαδικασιών των προσφυγών που ασκούνται κατά των συγκεκριμένων αποφάσεων. Όπως επισήμαναν μεταξύ άλλων η Τσεχική, η Γερμανική και η Ολλανδική Κυβέρνηση, η δυνατότητα αυτή συρροής καθιστά επίσης δυνατή την αντιμετώπιση των πρακτικών δυσχερειών που άπτονται της κοινοποιήσεως των αποφάσεων επιστροφής.

 

50

Ενδεχόμενη ερμηνεία, όμως, της οδηγίας αυτής, κατά την οποία θα αποκλειόταν ο παράνομος χαρακτήρας της διαμονής απλώς και μόνον λόγω του ότι επετράπη η παραμονή εν αναμονή της εκδικάσεως της προσφυγής που ασκήθηκε κατά της απορρίψεως της αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας θα καθιστούσε άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τη δυνατότητα τέτοιας συρροής και θα αντέβαινε στον σκοπό της καθιερώσεως αποτελεσματικής πολιτικής απομακρύνσεως και επαναπατρισμού. Πράγματι, σύμφωνα με μια τέτοια ερμηνεία, ενδεχόμενη απόφαση περί επιστροφής θα μπορούσε να εκδοθεί μόνον κατόπιν της εκδικάσεως της προσφυγής, στοιχείο που θα ενείχε το κίνδυνο να καθυστερήσει ουσιωδώς την κίνηση της διαδικασίας επιστροφής και να την καταστήσει περισσότερη περίπλοκη.

 

51

Πέμπτον, όσον αφορά την απαιτούμενη τήρηση των απαιτήσεων που απορρέουν από το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και από την αρχή της μη επαναπροωθήσεως, τις οποίες επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο με το ερώτημά του, πρέπει να τονισθεί ότι η οδηγία 2008/115, όπως και η οδηγία 2005/85, πρέπει να ερμηνεύεται, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 24 της πρώτης οδηγίας και από την αιτιολογική σκέψη 8 της δεύτερης, με σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και τηρουμένων των αρχών που αναγνωρίζονται, ιδίως, από τον Χάρτη (βλ., σχετικώς, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Tall, C‑239/14EU:C:2015:824, σκέψη 50).

 

52

Όσον αφορά ειδικότερα τις προσφυγές που προβλέπει το άρθρο 13 της οδηγίας 2008/115 κατά αποφάσεων απτομένων της επιστροφής, καθώς και εκείνες που προβλέπει το άρθρο 39 της οδηγίας 2005/85 κατά των αποφάσεων περί απορρίψεως των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά τους πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 47 του Χάρτη, βάσει του οποίου κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάσθηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται βάσει του δικαίου της Ένωσης έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπει το εν λόγω άρθρο (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida, C‑562/13EU:C:2014:2453, σκέψη 45, και της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Tall, C‑239/14EU:C:2015:824, σκέψη 51).

 

53

Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η αρχή της μη επαναπροωθήσεως κατοχυρώνεται ως θεμελιώδες δικαίωμα βάσει του άρθρου 18 και του άρθρου 19, παράγραφος 2, του Χάρτη (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2015, H. T., C‑373/13EU:C:2015:413, σκέψη 65), διακηρύσσεται δε εκ νέου, μεταξύ άλλων, στην αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας 2005/85, καθώς και στην αιτιολογική σκέψη 8 και το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115. Το άρθρο 18 του Χάρτη προβλέπει άλλωστε, όπως και το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, την τήρηση των κανόνων της Συμβάσεως της Γενεύης (βλ., σχετικώς, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, N. S. κ.λπ., C‑411/10 και C‑493/10EU:C:2011:865, σκέψη 75).

 

54

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, οσάκις κράτος αποφασίζει να επαναπροωθήσει αιτούντα διεθνή προστασία σε χώρα ως προς την οποία υπάρχουν αποχρώντες λόγοι να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί σε σοβαρό κίνδυνο υποβολής σε μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 18 του Χάρτη, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 33 της Συμβάσεως της Γενεύης, ή προς το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη, το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, κατά το άρθρο 47 του Χάρτη, επιτάσσει να διαθέτει ο αιτών προσφυγή με αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα όσον αφορά την εκτέλεση του μέτρου απομακρύνσεώς του (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida, C‑562/13EU:C:2014:2453, σκέψη 52, και της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Tall, C‑239/14EU:C:2015:824, σκέψη 54).

 

55

Βεβαίως, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η έλλειψη ανασταλτικού αποτελέσματος προσφυγής ασκηθείσας κατά της μόνης αποφάσεως περί απορρίψεως αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας είναι, καταρχήν, σύμφωνη με την αρχή της μη επαναπροωθήσεως και με το άρθρο 47 του Χάρτη, δεδομένου ότι η εκτέλεση της αποφάσεως αυτής δεν δύναται, αφ' εαυτής, να έχει ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση του ενδιαφερομένου υπηκόου τρίτης χώρας (βλ., σχετικώς, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Tall, C‑239/14EU:C:2015:824, σκέψη 56).

 

56

Αντιθέτως, η προσφυγή που ασκείται κατά αποφάσεως περί επιστροφής κατά την έννοια του άρθρου 6 της οδηγίας 2008/115 πρέπει, προκειμένου να διασφαλίζει, όσον αφορά τον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας, την τήρηση των απαιτήσεων εκ της αρχής της μη επαναπροωθήσεως και του άρθρου 47 του Χάρτη, να έχει αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα, καθόσον η απόφαση αυτή δύναται να εκθέσει τον υπήκοο αυτό σε πραγματικό κίνδυνο μεταχειρίσεως αντίθετης προς το άρθρο 18 του Χάρτη, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 33 της Συμβάσεως της Γενεύης, ή σε μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida, C‑562/13EU:C:2014:2453, σκέψεις 52 και 53, και της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Tall, C‑239/14EU:C:2015:824, σκέψεις 57 και 58). Το αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο και στην περίπτωση ενδεχόμενης αποφάσεως περί απομακρύνσεως, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής.

 

57

Τούτου δοθέντος, ούτε το άρθρο 39 της οδηγίας 2005/85 και το άρθρο 13 της οδηγίας 2008/115 ούτε το άρθρο 47 του Χάρτη, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με τις εγγυήσεις που παρέχονται βάσει του άρθρου 18 και του άρθρου 19, παράγραφος 2, του ιδίου Χάρτη, επιβάλλουν την ύπαρξη δύο βαθμών δικαιοδοσίας. Πράγματι, σημαντική είναι μόνον η ύπαρξη ενδίκου βοηθήματος ασκουμένου ενώπιον δικαστηρίου (βλ., σχετικώς, απόφαση της 28ης Ιουλίου 2011, Samba Diouf, C‑69/10EU:C:2011:524, σκέψη 69).

 

58

Ως εκ τούτου, όσον αφορά απόφαση περί επιστροφής και ενδεχόμενη απόφαση απομακρύνσεως, η προστασία που συνεπάγονται αυτοδικαίως το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και η αρχή της μη επαναπροωθήσεως πρέπει να διασφαλίζεται με την αναγνώριση υπέρ του αιτούντος διεθνή προστασία δικαιώματος πραγματικής προσφυγής έχουσας αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα, τουλάχιστον ενώπιον ενός δικαστηρίου. Υπό την επιφύλαξη της αυστηρής τηρήσεως της απαιτήσεως αυτής, απλώς και μόνον το ότι η διαμονή του ενδιαφερομένου χαρακτηρίζεται ως παράνομη, κατά την έννοια της οδηγίας 2008/115, ήδη από της εκ μέρους της υπεύθυνης αρχής απορρίψεως σε πρώτο βαθμό της αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας και το ότι, ως εκ τούτου, είναι δυνατό να εκδοθεί απόφαση επιστροφής ήδη από της απορρίψεως αυτής ή μαζί με αυτήν στο πλαίσιο της ιδίας διοικητικής πράξεως δεν αντιβαίνουν ούτε στην αρχή της μη επαναπροωθήσεως ούτε στο δικαίωμα πραγματικής προσφυγής.

 

59

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εκτός της περιπτώσεως κατά την οποία παρασχέθηκε δικαίωμα διαμονής ή χορηγήθηκε άδεια διαμονής, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, ο υπήκοος τρίτης χώρας θεωρείται παρανόμως διαμένων, κατά την έννοια της οδηγίας 2008/115, ήδη από της εκ μέρους της υπεύθυνης αρχής απορρίψεως σε πρώτο βαθμό της αιτήσεώς του παροχής διεθνούς προστασίας, τούτο δε ανεξαρτήτως του αν επετράπη η παραμονή του εν αναμονή της εκδικάσεως της προσφυγής που ασκήθηκε κατά της απορρίψεως αυτής. Ήδη από της απορρίψεως αυτής ή μαζί με αυτήν στο πλαίσιο της ιδίας διοικητικής πράξεως, μπορεί, επομένως, να εκδοθεί, καταρχήν, απόφαση περί επιστροφής σε βάρος του υπηκόου αυτού.

 

60

Τούτου δοθέντος, πρέπει να επισημανθεί, κατά δεύτερον, ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν ώστε οποιαδήποτε απόφαση επιστροφής να τηρεί τις διαδικαστικές εγγυήσεις του κεφαλαίου III της οδηγίας 2008/115 και τις λοιπές εφαρμοστέες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου. Η υποχρέωση αυτή προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 6, παράγραφος 6, της εν λόγω οδηγίας σε περίπτωση κατά την οποία η έκδοση της αποφάσεως περί επιστροφής είναι ταυτόχρονη με την εκ μέρους της υπεύθυνης αρχής απόρριψη σε πρώτο βαθμό της αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας. Τυγχάνει επίσης εφαρμογής σε περίπτωση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά την οποία η απόφαση επιστροφής ελήφθη αμέσως κατόπιν της απορρίψεως της αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας, με χωριστή διοικητική πράξη και από διαφορετική αρχή.

 

61

Στο πλαίσιο αυτό, απόκειται στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της προσφυγής κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας, τηρουμένης της αρχής της ισότητας των όπλων, στοιχείο το οποίο επιτάσσει, μεταξύ άλλων, την αναστολή όλων των αποτελεσμάτων της αποφάσεως επιστροφής κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής αυτής και, εφόσον ασκείται τέτοια προσφυγή, μέχρι την εκδίκασή της.

 

62

Συναφώς, δεν αρκεί το οικείο κράτος μέλος να μην προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση της αποφάσεως επιστροφής. Απαιτείται, αντιθέτως, η αναστολή όλων των εννόμων αποτελεσμάτων της αποφάσεως αυτής και, επομένως, ειδικότερα, η προθεσμία οικειοθελούς αναχωρήσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 7 της οδηγίας 2008/115 δεν πρέπει να άρχεται ενόσω επιτρέπεται η παραμονή του ενδιαφερομένου. Επιπροσθέτως, κατά το χρονικό διάστημα αυτό, δεν επιτρέπεται να τεθεί ο ενδιαφερόμενος υπό κράτηση με σκοπό την απομάκρυνση, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 15 της οδηγίας αυτής.

 

63

Εξάλλου, ο ενδιαφερόμενος, ενόσω εκκρεμεί η εκδίκαση της προσφυγής κατά της εκ μέρους της υπεύθυνης αρχής απορρίψεως σε πρώτο βαθμό της αιτήσεώς του για την παροχή διεθνούς προστασίας, πρέπει, καταρχήν, να δύναται να απολαύει των δικαιωμάτων που παρέχονται βάσει της οδηγίας 2003/9. Πράγματι, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής εξαρτά την εφαρμογή της μόνον από την προϋπόθεση να έχει επιτραπεί στον ενδιαφερόμενο να παραμείνει στην εθνική επικράτεια ως αιτών και, επομένως, δεν αποκλείει την εφαρμογή αυτή σε περίπτωση κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος, ενώ του έχει επιτραπεί να παραμείνει, θεωρείται παρανόμως διαμένων κατά την έννοια της οδηγίας 2008/115. Συναφώς, από το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/9 προκύπτει ότι ο ενδιαφερόμενος διατηρεί την ιδιότητα του αιτούντος διεθνή προστασία κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, μέχρις ότου εκδοθεί οριστική απόφαση επί της αιτήσεώς του (βλ., σχετικώς, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Cimade και GISTI, C‑179/11EU:C:2012:594, σκέψη 53).

 

64

Επιπλέον, δεδομένου ότι, ανεξαρτήτως της εκδόσεως αποφάσεως επιστροφής ήδη από της εκ μέρους της υπεύθυνης αρχής απορρίψεως σε πρώτο βαθμό της αιτήσεως για την παροχή διεθνούς προστασίας ή μαζί με αυτήν στο πλαίσιο της ιδίας διοικητικής πράξεως, πρέπει να επιτρέπεται η παραμονή του αιτούντος την παροχή διεθνούς προστασίας μέχρι να εκδικασθεί η προσφυγή κατά της απορρίψεως αυτής, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να παρέχουν στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να επικαλούνται οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων η οποία επήλθε κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής περί επιστροφής και δύναται να έχει ουσιώδη σημασία για την εκτίμηση της καταστάσεως του ενδιαφερομένου βάσει της οδηγίας 2008/115, ιδίως δε του άρθρου της 5.

[...]»

 

 

Σχετικό για την κράτηση αιτητή διεθνούς προστασίας, είναι το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000):

            «Κράτηση αιτητών

            9ΣΤ.-(1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως        αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.

            (2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν    αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα          προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν      ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει             γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για             οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

     (α) [...]

     (β) [...]

(γ) [...]

(δ) όταν κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, και ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής·

(ε) [...]

(στ) [...]

            (3)  Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει             εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις,            ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής,           όπως -

(α) Τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών της Δημοκρατίας,

(β) κατάθεση χρηματικής εγγύησης,

(γ) υποχρέωση διαμονής σε υποδεικνυόμενο μέρος, περιλαμβανομένου κέντρου φιλοξενίας,

(δ) επιτήρηση από επόπτη.

(4)(α) Η κράτηση αιτητή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2).

[...]»

 

Διαπιστώνω ότι στο περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο (Κεφ. 105), δυνάμει του οποίου εκδόθηκαν τα επίδικα στην προσφυγή διατάγματα, δεν προβλέπεται όπως στον Τσέχικο Νόμο Μετανάστευσης ανωτέρω στο προδικαστικό ερώτημα στην απόφαση του ΔΕΕ C-534/11 πως η καταχώριση αίτησης διεθνούς προστασίας δεν ακυρώνεται το διάταγμα κράτησης που εκδόθηκε με τον σχετικό για τις απελάσεις παράνομων μεταναστών νόμο. Παρόλα αυτά δεν απαγορεύεται από καμία διάταξη των δύο Νόμων του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ.105) ή του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), η διατήρηση του σε ισχύ του διατάγματος κράτησης που εκδόθηκε βάσει του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου πριν την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, αν ήθελε κριθεί υπό περιστάσεις ότι η αίτηση καταχωρήθηκε για να καθυστερήσει την απομάκρυνση. Το κατά πόσο αυτό είναι αρκετό για να εφαρμοστεί η δυνατότητα που παρέχει το ΔΕΕ στην απόφασή του C-534/11 στο πιο πάνω προδικαστικό ερώτημα, δεν μπορεί να αποτελεί επίδικο θέμα στην παρούσα προσφυγή και δεν θα εξεταστεί περαιτέρω, καθ' ότι τα γεγονότα δεν αφορούν διατάγματα κράτησης και απέλασης βάσει του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ.105) που εκδόθηκαν πριν την καταχώριση της μεταγενέστερης αίτησης διεθνούς προστασίας και διατηρήθηκαν σε ισχύ εν αναμονή της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου περί του παραδεκτού ή απαραδέκτου αυτής, αλλά για διάταγμα κράτησης και απέλασης που εκδόθηκαν μετά την καταχώριση της μεταγενέστερης αίτησης διεθνούς προστασίας, εν αναμονή της απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου για το παραδεκτό ή όχι αυτής. Όπως εξηγήθηκε στα γεγονότα ανωτέρω το αρχικό διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 12/2/2021 ακυρώθηκε και εκδόθηκε το διάταγμα ημερομηνίας 18/3/2021 βάσει του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο επίσης ακυρώθηκε, για να αντικατασταθεί με τα διατάγματα κράτησης και απέλασης βάσει του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, ενόσω ο αιτητής είχε εκ των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000)δικαίωμα παραμονής μέχρι την κρίση της Υπηρεσίας Ασύλου για το παραδεκτό της αίτησής του και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να εκδοθεί εναντίον του διάταγμα απέλασης βάσει του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου. Πέραν τούτου ως αιτητής διεθνούς προστασίας και πριν την απόρριψη της αίτησής του θα μπορούσε να εκδοθεί εναντίον του διάταγμα κράτησης μόνο βάσει του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000)και υπό τις προϋποθέσεις και διασφαλίσεις του άρθρου αυτού.

Ενόψει της κατάληξής μου αυτής ο λόγος ακυρώσεως ότι τα επίδικα διατάγματα που εκδόθηκαν ενόσω εκκρεμούσε στην Υπηρεσία Ασύλου η απόφασή της στην προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης ασύλου ως παραδεκτής ή απαράδεκτης, διάστημα κατά το οποίο ο αιτητής είχε εκ του νόμου δικαίωμα παραμονής και παρέμενε νόμιμα στο έδαφος της Δημοκρατίας βάσει του περί Προσφύγων Νόμου, είχαν εσφαλμένη αιτιολογική βάση, γίνεται δεκτός. Οι καθ' ων η αίτηση πλανήθηκαν ουσιωδώς περί το Νόμο, τόσο περί τον περί Προσφύγων Νόμο, (Ν.6(Ι)/2000), όσο και των περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο, (Κεφ.105). Ο αιτητής είχε μεν κριθεί με προγενέστερη απόφαση του Δειευθυντή ως απαγορευμένος και ανεπιθύμητος μετανάστης, αλλά η υποβολή της μεταγενέστερης αίτησής του στην Υπηρεσία Ασύλου, παρείχε αναστολή στην έκδοση νέας απόφασης απέλασης, λόγω προστασίας από το Νόμο, ως αιτητής διεθνούς προστασίας με εκ του Νόμου δικαίωμα παραμονής, για το μικρό τουλάχιστον διάστημα μέχρι την λήψη της απόφασης επί της προκαταρκτικής κρίσης περί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης του, στο μέτρο που αυτή ήθελε κριθεί απαράδεκτη, ως έγινε εδώ.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει με €1200 έξοδα υπερ του αιτητή και εναντίον των καθ' ων η αίτηση και τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερομηνίας 19/4/2021 ακυρώνονται βάσει του άρθρου 146.4 του Συντάγματος.

 

 

Μ. Καλλιγέρου, ΠΔΔ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο