ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:DDDP:2021:365

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: ΔΚ 29/21

13 Αυγούστου, 2021

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

H.S.

Αιτητής

-και-

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

Καθ'ων η Αίτηση

 

Π. Πιερίδης (κ), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Γ. Ουστάς  (κ), Δικηγόρος της Δημοκρατίας  για τους Καθ' ων η Αίτηση.

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Ο Αιτητής, με την παρούσα προσφυγή,  αιτείται την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 8/02/2021, για την έκδοση διατάγματος κράτησης εναντίον του δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 είναι άκυρη, παράνομη, και στερημένη νομικού αποτελέσματος. Διαζευκτικά προς το αιτητικό Α, ο Αιτητής αιτείται με το αιτητικό Β να ακυρωθεί και/ή τροποποιηθεί το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης και αντ' αυτού να επιβληθούν από το Δικαστήριο εναλλακτικά της κράτησης μέτρα και, με το αιτητικό Γ, να διαταχθεί η άμεση απελευθέρωση του.

 

Γεγονότα

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης όπως εκτίθενται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ'ων η Αίτηση και υποστηρίζονται από σχετικά Παραρτήματα, ο Αιτητής είναι υπήκοος Ινδίας και στις 22/06/2020 αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κυπριακή Δημοκρατία με άδεια  εισόδου για σκοπούς φοίτησης μέσω του αεροδρομίου Λάρνακας. Στις 22/07/2016 ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για ανανέωση της άδειας προσωρινής παραμονής του ως φοιτητής σε κολλέγιο.    Στις 05/10/2016 το Τμήμα εξέδωσε προσωρινή άδεια παραμονής στον Αιτητή ως φοιτητή μέχρι τις 22/06/2017.

 

Στις 11/04/2017 το κολλέγιο ενημέρωσε το Τμήμα ότι ο Αιτητής αδικαιολόγητα δεν έχει παρουσιαστεί στο κολλέγιο για εγγραφή στο εξάμηνο. Στις 23/05/2017 το Τμήμα απέστειλε επιστολή στον Αιτητή, ενημερώνοντας τον ότι η άδεια παραμονής του ως φοιτητής δεν ισχύει αφού σύμφωνα με το κολλέγιο του δεν είχε εγγραφεί για να συνεχίσει τις σπουδές του και τον κάλεσε επίσης να αναχωρήσει από την Κύπρο σε 15 ημέρες.

 

Στις 10/07/2017 ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία. Στις 06/11/2017 η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία.

 

Στις 08/01/2018 ο Αιτητής καταχώρησε διοικητική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Στις 27/07/2018 η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων απέρριψε τη διοικητική προσφυγή του Αιτητή και επικύρωσε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 13/09/2018 ο Αιτητής καταχώρησε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο με αρ. 1373/2018, την οποία απέσυρε στις 25/11/19.

 

 Έκτοτε, ο Αιτητής δεν διευθέτησε την παραμονή του και συνέχισε να παραμένει παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία. Στις 11/10/2020 η Αστυνομία εντόπισε και συνέλαβε τον Αιτητή για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία.

 

Στις 11/10/2020 ο Αν. Διευθυντής του Τμήματος εξέδωσε διάταγμα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 των Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων, καθότι ο Αιτητής παρέμενε παράνομα στην Κύπρο. Στις 13/10/2020 τα διατάγματα επιδόθηκαν στον Αιτητή. Στις 13/01/2021 , ο Αιτητής καταχώρησε στο Διοικητικό Δικαστήριο την προσφυγή με αριθμό 45/2021, προσβάλλοντας την απόφαση του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερ. 11/10/2020.  

 

Στις 18/01/2021 ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση στην Υπ. Ασύλου για επανάνοιγμα του φακέλου του για διεθνή προστασία.

 

Στις 18/02/2021 η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση του Αιτητή ημερ. 18/01/2021 για επανάνοιγμα του φακέλου του, χαρακτηρίζοντας την ως απαράδεκτη. Στις 19/02/2021 επιδόθηκε στον Αιτητή η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου και του επεξηγήθηκε στην γλώσσα του.

 

Στις 24/02/2021 το διάταγμα κράτησης ημερ. 11/10/2020 ακυρώθηκε λόγω έκδοσης νέου διατάγματος με βάση των Περί Προσφύγων Νόμο και το διάταγμα απέλασης ημερ. 11/10/2020 ανεστάλη λόγω αιτήματος για επανάνοιγμα ημερ. 18/01/2021.

 

Στις 24/02/2021 ο Διευθυντής του Τμήματος εξέδωσε εκ νέου διάταγμα κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ του Περί Προσφύγων Νόμου (2000 — 2020). Στις 26/02/2021 το διάταγμα ημερ. 24/02/2021 επιδόθηκε στον Αιτητή. Στις 05/03/2021 ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση αρ. 61/21 για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής. Στις 18/03/2021 έγινε από τον Διευθυντή του Τμήματος, Αξιολόγηση Αλλοδαπών Κρατουμένων στο Πλαίσιο Εφαρμογής Εναλλακτικών Αντί της Κράτησης Μέτρων. Η εισήγηση του Διευθυντή του Τμήματος για τον εν λόγω Αιτητή ήταν να παραμείνει υπό κράτηση.

 

Στις 16/03/2021 ο Αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή.

 

Νομική ανάλυση 

 

Σύμφωνα με τις αγορεύσεις του συνηγόρου του Αιτητή, η απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο και διαζευκτικά, προωθήθηκαν ισχυρισμοί περί παράβασης του συνταγματικού δικαιώματος της ελευθερίας του Αιτητή, λήψης της απόφασης χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας και/ή ορθής αξιολόγησης όλων των γεγονότων και περιστατικών της υπόθεσης καθώς και πάσχουσα αιτιολογία της απόφασης.  Περαιτέρω, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή προώθησε ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν νομικής και/ή πραγματικής πλάνης με ιδιαίτερη αναφορά στην επίκληση των άρθρων 18ΟΔ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105) ως αναγράφεται στην αιτιολογία του επίδικου διατάγματος κράτησης.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση αντέκρουσε τους ισχυρισμούς του συνηγόρου του Αιτητή, υποστηρίζοντας ότι το επίδικο διάταγμα κράτησης εκδόθηκε σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον περί Προσφύγων Νόμο, ενώ παραπέμποντας στα γεγονότα της υπόθεσης και την όλη συμπεριφορά του Αιτητή, επιχειρηματολόγησε ότι το μέτρο κράτησης του Αιτητή ήταν εύλογο και αναγκαίο, ενώ εξετάστηκε η επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, αλλά κρίθηκε ότι η περίπτωση του Αιτητή ήταν τέτοια ώστε δεν δικαιολογείτο η επιβολή τους αντί της κράτησης.

 

Θα πρέπει να αναφερθεί ότι με απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην υπόθεση ΔΚ 24/21, A.K.U. v. Κυπριακή δημοκρατία, μέσω Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερ. 12/04/21, κρίθηκε ότι η νομική βάση έκδοσης διαταγμάτων κράτησης κατά αιτητών οι οποίοι παραμένουν παράνομα στη Δημοκρατία, υποβάλλουν μεταγενέστερο αίτημα το οποίο κρίνεται απαράδεκτο, και ως αποτέλεσμα του απαραδέκτου της μεταγενέστερης τους αίτησης η προηγούμενη απόφαση απόρριψης του αιτήματος τους παραμένει τελεσίδικη και δεν επανακτούν την ιδιότητα του αιτητή ασύλου σύμφωνα με τον περί Προσφύγων Νόμο, δεν μπορεί να στηρίζεται στον περί Προσφύγων Νόμο.

 

Υιοθετώ το σκεπτικό της απόφασης ΔΚ 24/21, ημερ. 12/04/21 θεωρώντας ότι εφαρμόζεται στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, εφόσον ο Αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση μετά τη σύλληψη του για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής, η οποία κρίθηκε απαράδεκτη και απορρίφθηκε.  Επαναλαμβάνω στο σημείο αυτό ότι, ως προβλέπεται στο άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, «Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Από το προαναφερθέν εδάφιο του περί Προσφύγων Νόμου, προκύπτει ότι η υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης δυνάμει του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, δεν θεωρείται νέα αίτηση, αλλά περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης.  Δεδομένου του γεγονότος ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2, «αιτητής» «σημαίνει υπήκοο τρίτης χώρας ή ανιθαγενή, ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας και η ιδιότητα αυτή ισχύει για την περίοδο από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτηση αυτή»,  και «τελική απόφαση» σημαίνει «απόφαση η οποία ορίζει κατά πόσον ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή ως πρόσωπο στο οποίο παραχωρείται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του παρόντος Νόμου και -

(α) έχει παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για άσκηση προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά της εν λόγω απόφασης, ή

(β) ασκήθηκε η προαναφερόμενη προσφυγή και εκδόθηκε πρωτόδικη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου επ' αυτής, ανεξάρτητα από το αν μέσω της άσκησης τέτοιας προσφυγής ο αιτητής αποκτά τη δυνατότητα να παραμένει στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές μέχρις ότου εκδοθεί η σχετική δικαστική απόφαση·», πρόσωπο το οποίο υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση/αίτημα για επανάνοιγμα, δεν μπορεί αυτόματα να θεωρηθεί ότι επανακτά την ιδιότητα του αιτητή διεθνούς προστασίας. 

 

Η δε υποβολή μεταγενέστερης αίτησης βάσει του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, δεν συνεπάγεται αυτόματα το επανάνοιγμα του φακέλου του και επανεξέταση της αίτησης του, ώστε να αρθεί η τελεσιδικία της απόφασης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου.  Η θέση μου αυτή ενδυναμώνεται και από το γεγονός ότι μετά την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης, υπάρχει προκαταρκτική εξέταση  της μεταγενέστερης αίτησης και των νέων στοιχείων, σε δύο στάδια. 

 

Κατά πρώτον, ελέγχεται αν τα στοιχεία που υποβάλλει πρόσωπο με την καταχώρηση της μεταγενέστερης αίτησης του δεν είχαν ληφθεί υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασης του, ώστε να αποφασίσει σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 12Βτετράκις(2)(δ) (βλ. άρθρο 16Δ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου)

 

Κατά δεύτερον, εάν ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον ικανοποιούνται δύο προϋποθέσεις:

α) τα εν λόγω στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή, διεθνούς προστασίας και

β) ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.

(βλ. άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νομου)

 

Παραθέτω αυτούσιο απόσπασμα των εν λόγω εδαφίων του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής  δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

 

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

 

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

 

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του  άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.»

 

Θεωρώ λοιπόν, ότι μέχρι το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης της εν λόγω αίτησης και των στοιχείων που υποβάλλει αιτητής, κανένα πρόσωπο δεν αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα αιτητή διεθνούς προστασίας και όλα τα ευεργετήματα και/ή προνόμια και/ή δικαιώματα που απορρέουν από αυτή την ιδιότητα, μέχρις ότου η αρμόδια αρχή, ήτοι ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, αποφασίσει μετά από την προκαταρκτική εξέταση ότι θα προχωρήσει σε ουσιαστική εξέταση των εν  λόγω στοιχείων και θα εκδώσει νέα εκτελεστή απόφαση.  Τονίζω στο σημείο αυτό, ότι μόνο εφόσον κριθεί ότι η μεταγενέστερη αίτηση αιτητή είναι παραδεκτή, επανανοίγει ο φάκελος που τον αφορά και επανεξετάζεται το αίτημα του ως προς την ουσία του.  Ως εκ τούτου μόνο στην τελευταία περίπτωση, επανακτά την ιδιότητα του αιτητή διεθνούς προστασίας. 

 

Στην απόφαση ημερ. 27/09/12, Cimade, Groupe d'information et de soutien des immigrés (GISTI), C-179/11, αναφέρθηκαν τα εξής σε σχέση με την ιδιότητα αιτητών ασύλου (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«52. Όσον αφορά τη διάρκεια της υποχρεώσεως παροχής των κατ' ελάχιστο όριο συνθηκών υποδοχής, πρέπει να υπομνησθεί πρώτον ότι, όπως αναφέρθηκε στις σκέψεις 37 και 38 της παρούσας αποφάσεως, το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/9 καλύπτει όλους τους αιτούντες άσυλο που υπέβαλαν αίτηση ασύλου για πρώτη φορά σε κράτος μέλος.

 

53. Πρέπει να αναφερθεί δεύτερον ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/9 και 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 343/2003, αιτών ή αιτών άσυλο είναι ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση ασύλου επί της οποίας δεν έχει εκδοθεί ακόμη οριστική απόφαση. Ο αιτών διατηρεί έτσι την ιδιότητα του αιτούντος άσυλο, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, μέχρις ότου εκδοθεί οριστική απόφαση.»

 

Παραπέμπω επίσης σε απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, στην υπόθεση αρ. 247/21, απόφαση ημερ. 31 Μαρτίου 2021, όπου λέχθηκαν τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«Εν πάση όμως περιπτώσει, και για σκοπούς ολοκλήρωσης του σκεπτικού του Δικαστηρίου επί του υπό συζήτηση θέματος, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, ανεξάρτητα από το κατά πόσον η αίτηση και/ή αίτημα που υπέβαλε ο συνήγορος του αιτητή στις 14.1.2021 για επανάνοιγμα του φακέλου του αιτητή ως αιτούντος διεθνούς προστασίας θα μπορούσε όντως να υποβληθεί από το συνήγορο του αιτητή ή απαιτείτο, ως διατείνονται οι καθ' ων, να συμπληρώνετο αυτή από τον αιτητή αυτοπροσώπως, θεωρώ ότι, ούτως ή άλλως, η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα δεν μπορεί να ασκήσει καταλυτική επίδραση στην έκβαση της υπό κρίση προσφυγής, ούτε και να διαφοροποιήσει τα ενώπιον μου δεδομένα, εφόσον η ύπαρξη και μόνον ενός τέτοιου αιτήματος επανανοίγματος, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι έχει δεόντως υποβληθεί, δεν καθιστά αυτομάτως και άνευ ετέρου τον αιτητή ως πρόσωπο που αιτείται διεθνούς προστασίας. Θα πρέπει βεβαίως να έχει προηγηθεί η θετική απάντηση της Διοίκησης επί του εν λόγω αιτήματος για επανάνοιγμα, προκειμένου, σε δεύτερο στάδιο, να εξεταστεί η αίτηση διεθνούς προστασίας (σχετικές επί του θέματος είναι οι διατάξεις του άρθρου 16Δ του Νόμου 6(Ι)/2000).»

 

Σε πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ, στην υπόθεση C-921/21, LH κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ημερ. 10 Ιουνίου 2021, σχετικά με το ζήτημα των μεταγενέστερων αιτήσεων, επισημάνθηκε η ιδιαιτερότητα της διαδικασίας εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων. Παραθέτω αυτούσιο σχετικό απόσπασμα της ανωτέρω απόφασης:

«31. Κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιζʹ, της οδηγίας 2013/32, μεταγενέστερη αίτηση είναι η αίτηση διεθνούς προστασίας που χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι υποβάλλεται μετά τη λήψη τελεσίδικης απόφασης επί προηγούμενης αίτησης.

 

32.  Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η μεταγενέστερη αίτηση συνιστά αφ' εαυτής αίτηση διεθνούς προστασίας, τα κράτη μέλη, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 31, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, εξετάζουν την αίτηση αυτή σύμφωνα με τις βασικές αρχές και εγγυήσεις του κεφαλαίου II της εν λόγω οδηγίας.

 

33      Όταν, όμως, ο αιτών υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας χωρίς να προσκομίζει νέα αποδεικτικά στοιχεία ή νέα επιχειρήματα, τα κράτη μέλη μπορούν, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 36 της οδηγίας 2013/32 και όπως προκύπτει από το άρθρο της 33, παράγραφος 2, να απορρίψουν την αίτηση αυτή ως απαράδεκτη βάσει της αρχής του δεδικασμένου. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, θα ήταν δυσανάλογο να υποχρεούνται τα κράτη μέλη να κινήσουν νέα πλήρη εξεταστική διαδικασία.

 

34      Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.

 

35      Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.

 

36      Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ' αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.

 

37      Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.»

(υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Από το πιο πάνω απόσπασμα, διαφαίνεται ότι παρόλο που ως γενική αρχή η μεταγενέστερη αίτηση συνιστά αφ' εαυτής αίτηση διεθνούς προστασίας, διαχωρίζονται οι περιπτώσεις όπου ο αιτητής δεν προσκομίζει νέα στοιχεία και/ή προβάλλει νέα επιχειρήματα, και με παραπομπή τόσο στις αιτιολογικές σκέψεις της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ όσο και στην προκαταρκτική διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 40 της Οδηγίας (αντίστοιχο άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου), συνάγεται ότι τέτοια αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη και τα κράτη μέλη δεν υπέχουν καμία υποχρέωση νέας εξέτασης της με βάση την αρχή του δεδικασμένου.  Η δε αρχή του δεδικασμένου αναφέρεται και στην αιτιολογική σκέψη (36) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ:

«(36) Όταν ο αιτών υποβάλλει νέα αίτηση χωρίς να προσκομίζει νέα στοιχεία ή επιχειρήματα, θα ήταν δυσανάλογο να υποχρεούνται τα κράτη μέλη να ανοίγουν νέα πλήρη εξεταστική διαδικασία. Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να απορρίπτουν την αίτηση ως απαράδεκτη με βάση την αρχή του δεδικασμένου.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Αξίζει να αναφερθεί ότι η αρχή του δεδικασμένου όσον αφορά απαράδεκτες μεταγενέστερες αιτήσεις έχει ενσωματωθεί και στον εγχώριο Νόμο της Δημοκρατίας, στο άρθρο 16Δ(3)(α), δεύτερη παράγραφος, του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Προσθέτω στο σημείο αυτό ότι η μη αυτόματη επαναφορά της ιδιότητας αιτητή ασύλου κατά την υποβολή μεταγενέστερης αίτησης, ισχύει και σε άλλες χώρες της Ε.Ε. Ενδεικτικά, αναφέρω ότι στη Σλοβενία, μόνο εάν οι αρχές αποφασίσουν το επανάνοιγμα του φακέλου αιτητή αυτός επανακτά την ιδιότητα/status του αιτητή ασύλου[1] ενώ στην Ελλάδα, εκδίδεται δελτίο αιτούντος διεθνούς προστασίας μόνο εφόσον κριθεί παραδεκτή η μεταγενέστερη αίτηση και οι αρχές προχωρήσουν στην εξέταση της ουσίας της (βλ. άρθρο 89(4) του Νόμου 4636/2019).[2]

 

Περαιτέρω, αναφορικά με τον τερματισμό παραμονής αιτητή που καταχωρεί μεταγενέστερη αίτηση, σχετική είναι η  απόφαση του ΔΕΕ της 17ης Δεκεμβρίου 2015, C‑239/14 Abdoulaye Amadou Tall, στην οποία αναφέρθηκαν τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«48      Σε κάθε περίπτωση, το άρθρο 32, παράγραφος 4, της οδηγίας 2005/85 διευκρινίζει ότι, εάν, μετά την προκαταρκτική αυτή εξέταση, προκύψουν ή υποβληθούν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του ως πρόσφυγα, η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου ΙΙ της οδηγίας αυτής, σε σχέση με τις βασικές αρχές και τις θεμελιώδεις εγγυήσεις. Αντιθέτως, εάν, όπως στην περίπτωση της κύριας δίκης, δεν συνεχισθεί περαιτέρω η εξέταση της μεταγενέστερης αιτήσεως κατόπιν της προμνησθείσας προκαταρκτικής εξετάσεως, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, εξαίρεση από τον κανόνα της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, κατά την οποία επιτρέπεται στους αιτούντες άσυλο να παραμείνουν στο κράτος μέλος αποκλειστικά για τον σκοπό της διαδικασίας.

49      Εκ των ανωτέρω συνάγεται κατά μείζονα λόγο ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η προσφυγή κατά αποφάσεως να μην εξεταστεί περαιτέρω μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στερείται ανασταλτικού αποτελέσματος.»

 

Παραπέμπω επίσης στις ακόλουθες παραγράφους της ανωτέρω απόφασης, τις οποίες θεωρώ σημαντικές για σκοπούς της παρούσας εφόσον καταδεικνύεται  δεν παραβιάζονται δικαιώματα του Αιτητή από το γεγονός ότι δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα προσφυγή που ασκείται κατά αποφάσεως περί μη περαιτέρω εξετάσεως μεταγενέστερης αιτήσεως ασύλου, όταν δεν υπάρχουν στοιχεία περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης:

«58      Επ' αυτού, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, σε κάθε περίπτωση, η προσφυγή πρέπει οπωσδήποτε να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα οσάκις ασκείται κατά αποφάσεως επιστροφής, η εκτέλεση της οποίας είναι ικανή να εκθέσει τον οικείο υπήκοο τρίτης χώρας σε σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση, κατά τρόπο που να διασφαλίζεται, έναντι του εν λόγω υπηκόου τρίτης χώρας, η τήρηση των απαιτήσεων των άρθρων 19, παράγραφος 2, και 47 του Χάρτη (βλ., συναφώς, απόφαση Abdida, C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψεις 52 και 53).

59      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η έλλειψη ανασταλτικού αποτελέσματος κατά αποφάσεως όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η εκτέλεση της οποίας δεν είναι ικανή να εκθέσει τον οικείο υπήκοο τρίτης χώρας σε κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, δεν συνιστά προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 39 της οδηγίας 2005/85, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 19, παράγραφος 2, και 47 του Χάρτη.

60      Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθεισών σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 39 της οδηγίας 2005/85, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 19, παράγραφος 2, και 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία βάσει της οποίας δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα η προσφυγή που ασκείται κατά αποφάσεως, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, περί μη περαιτέρω εξετάσεως μεταγενέστερης αιτήσεως ασύλου.»

 

Όσον δε αφορά τον χαρακτηρισμό αιτητή ως παρανόμως παραμένοντα και την εφαρμογή της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ,  παρότι εκκρεμούν δικαστικές διαδικασίες, σχετική είναι η απόφαση του ΔΕΕ, C- 181/16, Sadikou Gnandi, ημερ. 19 Ιουνίου 2018 (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«40. Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85, ο αιτών την παροχή διεθνούς προστασίας επιτρέπεται να παραμείνει στο κράτος μέλος, αποκλειστικά για τον σκοπό της διαδικασίας, μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση σε πρώτο βαθμό περί απορρίψεως της αιτήσεως διεθνούς προστασίας. Μολονότι η εν λόγω διάταξη ορίζει ρητώς ότι το δικαίωμα αυτό παραμονής δεν θεμελιώνει δικαίωμα για τη χορήγηση άδειας διαμονής, ωστόσο από την αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας 2008/115, μεταξύ άλλων, προκύπτει ότι το εν λόγω δικαίωμα παραμονής αποκλείει το ενδεχόμενο να χαρακτηρισθεί η διαμονή αιτούντος διεθνή προστασία ως «παράνομη», κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, κατά το χρονικό διάστημα από της υποβολής της αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας έως την έκδοση της σε πρώτο βαθμό αποφάσεως επί της αιτήσεως αυτής.

 

41

. Όπως συνάγεται άνευ αμφισημίας από το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85, το προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή δικαίωμα παραμονής παύει να υφίσταται με την έκδοση αποφάσεως σε πρώτο βαθμό περί απορρίψεως από την υπεύθυνη αρχή της αιτήσεως για την παροχή διεθνούς προστασίας. Ελλείψει δικαιώματος ή αδείας διαμονής που χορηγήθηκε στον ενδιαφερόμενο βάσει ετέρου νομικού ερείσματος, ιδίως δε βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, και καθιστά δυνατό στον αιτούντα του οποίου η αίτηση απορρίφθηκε να πληροί τις προϋποθέσεις εισόδου, παραμονής και διαμονής στο οικείο κράτος μέλος, η απορριπτική αυτή απόφαση έχει ως συνέπεια ότι, ήδη από του χρόνου εκδόσεώς της, ο αιτών δεν πληροί πλέον τις εν λόγω προϋποθέσεις, οπότε η διαμονή του καθίσταται παράνομη.

43. Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε, βεβαίως, στις σκέψεις 47 και 49 της αποφάσεως της 30ής Μαΐου 2013, Arslan (C‑534/11, EU:C:2013:343), ότι, εφόσον επιτραπεί η παραμονή προκειμένου να ασκηθεί πράγματι προσφυγή κατά της απορρίψεως της αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας, το γεγονός αυτό αποκλείει την εφαρμογή της οδηγίας 2008/115 στην περίπτωση του υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε την αίτηση αυτή μέχρις ότου εκδικασθεί η ασκηθείσα κατά της απορρίψεώς της προσφυγή.

 

44.

Ωστόσο, από την απόφαση αυτή δεν μπορεί να συναχθεί ότι το ενδεχόμενο να επιτραπεί η παραμονή θα απέκλειε το να γίνει δεκτό ότι, ήδη από της απορρίψεως της αιτήσεως διεθνούς προστασίας και υπό την επιφύλαξη της υπάρξεως δικαιώματος ή αδείας διαμονής, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως, η διαμονή του ενδιαφερομένου καθίσταται παράνομη, κατά την έννοια της οδηγίας 2008/115.

(.)

 

47

. Τρίτον, η οδηγία 2008/115 δεν ερείδεται επί της παραδοχής ότι ο παράνομος χαρακτήρας της διαμονής και, επομένως, η εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας προϋποθέτουν την έλλειψη οποιασδήποτε εκ του νόμου δυνατότητας υπηκόου τρίτης χώρας να παραμείνει εντός του οικείου κράτους μέλους, ιδίως εν αναμονή της εκδικάσεως της ένδικης προσφυγής κατά της αποφάσεως σχετικά με το περάς της νόμιμης διαμονής. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη της 12, η οδηγία αυτή τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση υπηκόων τρίτης χώρας στους οποίους, αν και παρανόμως διαμένοντες, έχει επιτραπεί να παραμείνουν εντός του οικείου κράτους μέλους, καθόσον δεν μπορεί να επιβληθεί ακόμη η απομάκρυνσή τους. Ειδικότερα, το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τον καθορισμό προσήκουσας προθεσμίας για την οικειοθελή αναχώρηση των ενδιαφερομένων, κατά τη διάρκεια της οποίας επιτρέπεται στα πρόσωπα αυτά, μολονότι παρανόμως διαμένοντα, να παραμείνουν. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 5 και το άρθρο 9, παράγραφος 1, της ιδίας οδηγίας, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν την αρχή της μη επαναπροωθήσεως όσον αφορά παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτης χώρας και να αναβάλλουν την απομάκρυνσή τους αν αυτή στοιχειοθετούσε παραβίαση της εν λόγω αρχής.

50. Ενδεχόμενη ερμηνεία, όμως, της οδηγίας αυτής, κατά την οποία θα αποκλειόταν ο παράνομος χαρακτήρας της διαμονής απλώς και μόνον λόγω του ότι επετράπη η παραμονή εν αναμονή της εκδικάσεως της προσφυγής που ασκήθηκε κατά της απορρίψεως της αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας θα καθιστούσε άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τη δυνατότητα τέτοιας συρροής και θα αντέβαινε στον σκοπό της καθιερώσεως αποτελεσματικής πολιτικής απομακρύνσεως και επαναπατρισμού. Πράγματι, σύμφωνα με μια τέτοια ερμηνεία, ενδεχόμενη απόφαση περί επιστροφής θα μπορούσε να εκδοθεί μόνον κατόπιν της εκδικάσεως της προσφυγής, στοιχείο που θα ενείχε το κίνδυνο να καθυστερήσει ουσιωδώς την κίνηση της διαδικασίας επιστροφής και να την καταστήσει περισσότερη περίπλοκη.»

 

Θα πρέπει επίσης να τονισθεί ότι από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου,  και δη κατά τις διευκρινήσεις της υπόθεσης, διαφαίνεται ότι ο Αιτητής καταχώρησε την προσφυγή με αρ. 762/21 κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου σύμφωνα με την οποία κρίθηκε ως απαράδεκτη η μεταγενέστερη του αίτηση, χωρίς όμως να υποβάλει ταυτόχρονο αίτημα για παραμονή του στη Δημοκρατία.  Σε πρόσφατη απόφαση της Προέδρου του Διοικητικού Δικαστηρίου, ημερ. 19 Ιουλίου 2021, ΧΧΧΧΧ MIAH και Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, αρ. 593/21 αναφέρθηκαν τα εξής:

«Σύμφωνα με το άρθρο 8(1Α)(ε) του Νόμου, σε περίπτωση απόφασης Προϊσταμένου με την οποία κρίνεται μια αίτηση μετά την εξέταση της ως προδήλως αβάσιμη, σύμφωνα με τις διατάξεις του 12ΣΤ, η δυνατότητα παραμονής του αιτητή στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές αποφασίζεται από το Δικαστήριο, κατόπιν καταχώρισης σχετικής αίτησης του αιτητή, η οποία εξετάζεται και αποφασίζεται το ταχύτερο δυνατό.

 

Βεβαίως η απαγόρευση της λήψης απόφασης για επιστροφή ισχύει για όλο το διάστημα μέχρι και την λήξη της προθεσμίας καταχώρισης προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, (δηλαδή για διάστημα 15 ημερών από την λήψη της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου) και για όσο διάστημα εκκρεμεί στο δικαστήριο η τυχόν αίτηση του αιτητή στην προσφυγή, με την οποία αιτείται από το δικαστήριο άδεια παραμονής μέχρι (και για τον σκοπό) εκδίκασης της προσφυγής του. 

 

Παρά το γεγονός ότι σαφέστατα προσδιορίζεται η προθεσμία για καταχώριση προσφυγής εντός 15 ημερών, σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο, διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει ρητή αναφορά στο Νόμο (Ν.6(Ι)/2000), ως προς την προθεσμία για καταχώριση τέτοιου είδους αίτησης για άδεια παραμονής του αιτητή στην προσφυγή.   Λαμβάνοντας όμως υπόψη τον σκοπό του Νόμου, που αφορά στην διασφάλιση των δικαιωμάτων του αιτητή ασύλου ακόμη και στην περίπτωση εκείνη που η αίτηση του ήθελε κριθεί από την Υπηρεσία Ασύλου ως προδήλως αβάσιμη, ώστε να μπορεί να διασφαλίσει το ταχύτερο δυνατό την έκδοση άδειας για παραμονή του μέχρι και την εκδίκαση της προσφυγής του, καθώς επίσης και το λεκτικό του πιο άνω άρθρου, σύμφωνα με το οποίο τέτοιες αιτήσεις εξετάζονται «ταχύτατα» και εκδίδεται απόφαση το «ταχύτερο δυνατόν», θεωρώ πως δεν μπορεί να έχουν οποιαδήποτε άλλη έννοια οι σχετικές πρόνοιες του Νόμου, παρά μόνο ότι μια τέτοια αίτηση διασφαλίζει στον αιτητή το δικαίωμα παραμονής ακόμη και στο διάστημα της προθεσμίας για την καταχώριση της αίτησης αυτής στο Δικαστήριο και όχι μόνο «ενόσω αυτή εκκρεμεί» στη συνέχεια στο δικαστήριο για λήψη απόφασης. Η προθεσμία καταχώρισης τέτοιας αίτησης για παραμονή δυνάμει του άρθρου 8(1Α) του Ν.6(Ι)/2000  δεν μπορεί να είναι άλλης διάρκειας από τις 15 ημέρες από την έκδοση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ίδιας δηλαδή διάρκειας για την καταχώριση της προσφυγής κατά της απόφασης αυτής, με την οποία τέτοια αίτηση είναι απόλυτα συνυφασμένη.  Θα οδηγούσε σε παράλογα αποτελέσματα η ερμηνεία ότι κατά την εκάστοτε κρίση του παράνομου μετανάστη του οποίου κρίθηκε ως προδήλως αβάσιμη η αίτησή του για άσυλο, θα μπορούσε να καταχωρηθεί οποτεδήποτε τέτοια αίτηση, η οποία να είναι μάλιστα συνυφασμένη με την ταχύτατης διαδικασίας προσφυγή και να επικαλείται ως λόγο για το δικαίωμα παραμονής του την αίτηση, με αποτέλεσμα να μπορεί να γίνεται κατάχρηση των δικαστικών διαδικασιών.»

 

Ως εκ τούτου, μέχρι σήμερα ο Αιτητής παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία, χωρίς να έχει δικαίωμα προς τούτο, εφόσον δεν έχει αιτηθεί άδεια παραμονής προς το σκοπό αυτό με την καταχώριση της προσφυγής του με αρ. 762/21 ενώπιον του Δικαστηρίου.  Αναφέρω στο σημείο αυτό, ότι οι Καθ'ων η Αίτηση, στην επιστολή κοινοποίησης της απόρριψης του αιτήματος του Αιτητή, γνωστοποίησαν την αναστολή της απόφασης επιστροφής και της προθεσμίας για οικειοθελή αποχώρηση μέχρι την λήξη της προθεσμίας για υποβολή προσφυγής ή μέχρι την έκδοση τελικής απορριπτικής απόφασης από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας και ως εκ τούτου, ο Αιτητής δεν έχει υποβληθεί σε οποιοδήποτε μέτρο για απομάκρυνση του και δεν έχει παραβιαστεί με οποιοδήποτε τρόπο η αρχή της μη επαναπροώθησης.

 

Προσθέτω στο σημείο αυτό, ότι η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην υπόθεση με αρ. 593/21, αναφέρθηκε στη διασφάλιση του δικαιώματος παραμονής σε αιτητή ακόμη και στο διάστημα της προθεσμίας για την καταχώριση της αίτησης αυτής στο Δικαστήριο και όχι μόνο «ενόσω αυτή εκκρεμεί» στη συνέχεια στο δικαστήριο για λήψη απόφασης. Το Δικαστήριο αναφέρει στην απόφαση του ότι έλαβε υπόψη και καθοδηγήθηκε από την απόφαση του ΔΕΕ  C-269/18,  Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie v. C, και J, S v. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 5/7/2018.  Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται στο σημείο αυτό σε σχέση με την προαναφερθείσα απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, καθότι η παρούσα αφορά μεταγενέστερο αίτημα που κρίθηκε απαράδεκτο ενώ η υπόθεση αρ. 593/21 αφορούσε αίτημα το οποίο κρίθηκε προδήλως αβάσιμο.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 41 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, προβλέπονται εξαιρέσεις από το δικαίωμα παραμονής σε περίπτωση μεταγενέστερης αίτησης.  Το παραθέτω αυτούσιο και ιδιαίτερη έμφαση δίνω στη διακριτική ευχέρεια που παρέχει η οδηγία στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από το άρθρο 46(8) (υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου):

«Άρθρο 41

Εξαιρέσεις από το δικαίωμα παραμονής σε περίπτωση μεταγενέστερης αίτησης
1. Τα κράτη μέλη προβαίνουν σε εξαίρεση από το δικαίωμα
παραμονής στο έδαφος
όταν ένα πρόσωπο:
α) έχει υποβάλει πρώτη μεταγενέστερη αίτηση, η οποία δεν εξετάζεται­
 περαιτέρω βάσει του άρθρου 40 παράγραφος 5, απλώς για
να καθυστερήσει ή να παρεμποδίσει την εκτέλεση απόφασης, η
οποία θα οδηγούσε στην άμεση απομάκρυνσή του από το
συγκεκριμένο κράτος μέλος· ή
β) υποβάλλει δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση στο ίδιο κράτος
μέλος, μετά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης με την οποία η
πρώτη μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη, σύμφωνα με
το άρθρο 40 παράγραφος 5, ή μετά την έκδοση τελεσίδικης
απόφασης με την οποία απορρίπτεται η εν λόγω αίτηση ως
αβάσιμη.
Τα κράτη μέλη δύνανται να προβαίνουν σε αυτήν την εξαίρεση,
μόνο όταν η αποφαινόμενη αρχή θεωρεί ότι η απόφαση επιστροφής
δεν θα οδηγήσει σε άμεση ή έμμεση επαναπροώθηση κατά παρά­
βαση των διεθνών και ενωσιακών υποχρεώσεων του οικείου κράτους
μέλους.

2. Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη μπορούν
επίσης:
(.)
γ) να παρεκκλίνουν από το άρθρο 46 παράγραφος 8
.».

 

Την δυνατότητα που παρέχει το άρθρο 41(2)(γ) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ για παρέκκλιση από το άρθρο 46(8), έχει εξασκήσει δεόντως ο κύπριος νομοθέτης με τα άρθρα 16Δ(4)(β)(γ) και 8(1Β) του περί Προσφύγων Νόμου, τα οποία προβλέπουν την απώλεια της άδειας παραμονής για πρόσωπο του οποίου η μεταγενέστερη αίτηση έχει κριθεί απαράδεκτη και έχει τερματιστεί το δικαίωμα παραμονής του, ακόμα και εκκρεμούσης της αίτησης του άρθρου 8(1Α) του περί Προσφύγων Νόμου.  Συγκεκριμένα, το άρθρο 16Δ(4), υποπαράγραφος (β) του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει ότι ο Προϊστάμενος δύναται να τερματίσει το δικαίωμα παραμονής προσώπου που υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση, η οποία κρίθηκε απαράδεκτη και το άρθρο 16Δ(4) υποπαράγραφος (γ) προβλέπει ότι το άρθρο 8(1Β) δεν εφαρμόζεται αναφορικά με πρόσωπο επί του οποίου εφαρμόζεται η υποπαράγραφος (β), ήτοι έχει τερματιστεί το δικαίωμα παραμονής του μετά από μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε και κρίθηκε απαράδεκτη. Στο άρθρο 8(1Β) προβλέπεται ότι με την επιφύλαξη του άρθρου 16Δ(4) υποπαράγραφος (γ), αιτητής του οποίου το δικαίωμα παραμονής εξετάζεται από το Δικαστήριο κατόπιν καταχώρισης σχετικής αίτησης του αιτητή, έχει το δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία μέχρι την απόφαση του Δικαστηρίου επί της αίτησης του. 

 

Ως εκ τούτου, στην περίπτωση μεταγενέστερων αιτημάτων που κρίνονται απαράδεκτα και τερματίζεται το δικαίωμα παραμονής, ο αιτητής δεν έχει το δικαίωμα να παραμείνει στη Δημοκρατία ούτε ενόσω εκκρεμεί η προθεσμία για καταχώριση προσφυγής κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ούτε μέχρι να αποφασίσει το Δικαστήριο επί της αίτησης του για δικαίωμα παραμονής.  Ως εκ τούτου, στην παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής δεν θα μπορούσε να έχει δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία παρά μόνον σε περίπτωση που το Δικαστήριο αποφάσιζε θετικά επί αίτησης η οποία θα έπρεπε να είχε υποβληθεί εντός της προθεσμίας που ορίζει ο περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018, ως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα. 

 

Επομένως ο Αιτητής, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο προς την παρούσα υπόθεση, ήταν παρανόμως παραμένοντας υπήκοος τρίτης χώρας και δεν είχε την ιδιότητα αιτητή ασύλου. Λαμβάνω υπόψιν μου ότι ο Αιτητής είχε λάβει απορριπτική απόφαση από την Υπηρεσία Ασύλου στο αίτημα του για διεθνή προστασία το οποίο εξετάστηκε πλήρως στις 21/12/17, υπέβαλε διοικητική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων η οποία απορρίφθηκε στις 27/07/18 και μετέπειτα καταχώρησε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο την οποία απέσυρε στις 25/11/19.  Έκτοτε, παρέμενε στη Δημοκρατία παράνομα και ουδέποτε νομιμοποιήθηκε η παραμονή του, αφού το μεταγενέστερο του αίτημα απορρίφθηκε ως απαράδεκτο και ως αναφέρθηκε στην έκθεση-εισήγηση ημερ. 2/02/21, η δυνατότητα παραμονής του θα έπρεπε να αποφασιστεί από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας κατόπιν καταχώρισης σχετικής αίτησης του Αιτητή.  Στην παρούσα, ως διαφαίνεται από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, δεν καταχωρήθηκε εμπρόθεσμα η αίτηση του Αιτητή για άδεια παραμονής και εν πάση περιπτώσει, δυνάμει του άρθρου 8(1Β), ο Αιτητής δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε δικαίωμα παραμονής μέχρι την απόφαση του Δικαστηρίου επί της αίτησης του για άδεια παραμονής.

 

Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι η νομική βάση έκδοσης του επίδικου διατάγματος, ήτοι το άρθρο 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου ήταν λανθασμένη και το επίδικο διάταγμα κράτησης εκδόθηκε παράνομα.

 

Υπό το φως των όσων έχω αναλύσει ανωτέρω, η προσφυγή επιτυγχάνει ως προς το αιτητικό Α και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα €1.200, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ' ων η αίτηση.

 

 

  Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] https://www.aeaj.org/page/Subsequent-Asylum-Applications--An-Overview-of-the-Case-Law-in-Slovenia

[2] https://www.e-nomothesia.gr/kat-allodapoi/prosphuges-politiko-asulo/nomos-4636-2019-phek-169a-1-11-2019.html, https://asylumineurope.org/reports/country/greece/asylum-procedure/subsequent-applications/,


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο