ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων Διοικητικού Δικαστηρίου - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:DD:2021:324

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

Υπόθεση Αρ. 593/2021

 

19 Ιουλίου, 2021

 

[Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, ΠΔΔ.]

 

Αναφορικά με τα άρθρα 8, 9, 11, 28, 29 146  του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

ΧΧΧΧΧ MIAH

Αιτητή,

 

-ΚΑΙ-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

.........

 

Π. Πιερίδης, για τον αιτητή

 

Π. Ευαγόρου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Μ. Καλλιγέρου, ΠΔΔ.:  Ο αιτητής αιτείται δικαστικής απόφασης ως ακολούθως, με τις υπογραμμίσεις να έχουν τώρα προστεθεί για εύκολη αναφορά:

 

«Α.     Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 28/5/2021, για την έκδοση διατάγματος κράτησης εναντίον του αιτητή, είναι άκυρη, παράνομη και/ή αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

 

Β.      Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 28/5/2021 να προωθηθεί η απέλαση του αιτητή λόγω του ότι παρέμενε στην Κύπρο παράνομα είναι άκυρη, παράνομη, και/ή αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.

 

Γ.       Διάταγμα άμεσης απελευθέρωσης του αιτητή.»

 

 

 

Όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, ο αιτητής είναι υπήκοος του Μπαγκλαντές.  Αφίχθηκε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω κατεχομένων και σύμφωνα με ισχυρισμούς του πέρασε στις ελεύθερες περιοχές από άγνωστο μέρος. Στις 22/3/2021 μέλη της ομάδας λοιμοκάθαρσης της Αστυνομικής Διεύθυνσης Πάφου εντόπισαν τον αιτητή στον κύριο δρόμο Πάφου - Πόλεως Χρυσοχούς και με δεδομένο ότι δεν διέθετε οποιοδήποτε στοιχείο που να αποδείκνυε την ταυτότητά του μεταφέρθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Πόλεως Χρυσοχούς για εξακρίβωση των στοιχείων του. Από τον έλεγχο που διενεργήθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό, διαπιστώθηκε ότι βρισκόταν παράνομα στην Κύπρο και ως εκ τούτου συνελήφθη για το αδίκημα της παράνομης εισόδου και παράνομης παραμονής.

 

Την επόμενη μέρα, στις 23/3/2021 εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης, δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ. 105) αφού κρίθηκε  ως απαγορευμένος μετανάστης.  Ένεκα του γεγονότος ότι ο αιτητής δεν ήταν κάτοχος ταξιδιωτικών εγγράφων, δεν είχε διεύθυνση συνήθους διαμονής, κρίθηκε ότι δεν υπήρχε περιθώριο εφαρμογής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.  Οι αποφάσεις αυτές κοινοποιήθηκαν στον αιτητή με επιστολή ίδιας ημερομηνίας, στην οποία επισυνάφθηκαν τα Διατάγματα.  Το περιεχόμενο είχε ως ακολούθως:

 

         «23rd of March, 2021

Sir/Madam, MIAH ΧΧΧΧ

You are hereby informed that you are a prohibited immigrant, by virtue of paragraph (K), section 1, Article 6 of the Aliens and Immigration Laws (1952-2014), because of your illegal entry and residence.

Consequently, I have proceeded with the issuing of deportation and detention orders, dated 23rd of March, 2021, against you. A copy of these orders is hereby attached.

Your re-entry to the Republic of Cyprus is prohibited for 5 years from the date of your removal, by virtue of section (1), Article 6 and by virtue of section (2), Article 18ΠΓ of the Alliens and Immigration Laws (1952-2014).  It is hereby noted that this entry ban applies to all Member States bound by Directive 2008/115/EC. (i.e.: all EU Member States and EFTA states (Switzerland, Norway, Iceland and Liechtenstein), except UK and Ireland.

 

You have the right to file an appeal before the Administrative Court of Cyprus against this decision within 75 days, according to Article 146 of the Constitution of the Republic of Cyprus

 

                                                              Yours sincerely

 

                                                              (ΧΧΧΧΧ Polydorou)(Mr)

                                                              Director CRMD»

 

 

Στις 29/3/2021 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία.   Ως εκ τούτου στις 2/4/2021 το προαναφερθέν διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 23/3/2021 ακυρώθηκε και εκδόθηκε νέο διάταγμα κράτησης, δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000). Την ίδια ημέρα το διάταγμα απέλασης ανεστάλη, ένεκα του αιτήματος του αιτητή για διεθνή προστασία.

 

Στις 13/4/2021 οι τότε δικηγόροι του αιτητή απέστειλαν επιστολή στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, αιτούμενοι όπως ο αιτητής αφεθεί ελεύθερος, μέχρι την εξέταση του αιτήματος του για διεθνή προστασία, αίτημα που απορρίφθηκε.

 

Στις 16/4/2021 η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση του αιτητή για διεθνή προστασία ως προδήλως αβάσιμη και ο αιτητής καταχώρισε στις 21/5/2021 αίτηση στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, υπ' αριθμό 158/21, για παραχώρηση δωρεάν νομικής αρωγής, προκειμένου να προσβάλει το διάταγμα κράτησής του που εκδόθηκε στις 2/4/2021 δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000).  Στα πλαίσια της εκδίκασης της αίτησης αυτής, του δόθηκε Σημείωμα της Νομικής Υπηρεσίας με συνημμένα  έγγραφα από τον διοικητικό φάκελο, μεταξύ αυτών και του νέου διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 28/5/2021 και απόφασης προώθησης της απέλασης, ίδιας ημερομηνίας, τα οποία είναι επίδικες αποφάσεις στην προσφυγή, τα οποία εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, (Κεφ. 105).

 

Οι καθ' ων η αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση σε σχέση με το εκτελεστό της πράξης που προσβάλλεται μέσω της αιτούμενης θεραπείας «Β» στην προσφυγή, την οποία  προχωρώ να εξετάσω.

 

Με την προδικαστική ένσταση που υποβλήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση αμφισβητείται η εκτελεστότητα της απόφασης ημερομηνίας 28/5/2021, με την οποία αποφασίστηκε η «προώθηση» της απέλασης (η οποία είχε ανασταλεί στις 29/3/2021, όταν διαπιστώθηκε ότι κατά την ημέρα εκείνη ο αιτητής καταχώρισε αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου).  

 

Διαπιστώνω ότι η απόφαση του Διευθυντή να αναστείλει το διάταγμα απέλασης στις 29/3/2021 δεν κοινοποιήθηκε στον αιτητή.  Υπήρξε ως εκ τούτου αναστολή της εκτέλεσης από την διοίκηση του διατάγματος απέλασης, εν αναμονή εξελίξεων και χωρίς προσδιορισμό στην απόφαση αναστολής του χρόνου λήξης της αναστολής.  Ο αιτητής, παρόλο που δεν του επιδόθηκε εκ νέου η απόφαση εκτέλεσης της απέλασής του, έλαβε γνώση της «αναστολής» και της «προώθησης» της απέλασης προς εκτέλεση όταν του επιδόθηκε κατά την εκδίκαση της Νομικής Αρωγής αρ. 158/21 (για σκοπούς καταχώρισης προσφυγής κατά της κράτησης του ημερομηνίας 2/4/2021,  ενώπιον του Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας), Σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα, στο οποίο περιλαμβανόταν φωτοαντίγραφο της απόφασης Απέλασης με τις χειρόγραφα σημειωμένες δύο αποφάσεις του Διευθυντή ημερομηνίας 29/3/2021 και 28/5/2021 αντίστοιχα.

 

Η διοικητική αναστολή της εκτέλεσης διοικητικής πράξης αναγνωρίζεται στο διοικητικό δίκαιο. Πρόκειται για εκτελεστή διοικητική απόφαση. Η άρση της αναστολής εκκινεί εκ νέου τη διαδικασία εκτέλεσης της αρχικής απόφασης, η οποία δεν επανεκδίδεται. Παρόλα αυτά, ενόψει του γεγονότος ότι απαγορεύεται σε σχέση με αιτητή διεθνούς προστασίας η απομάκρυνσή του από την χώρα, νοείται ότι η αναστολή εκτέλεσης της απέλασης επιβάλλεται από τον νόμο για όσους τελούν υπό το καθεστώς αιτητή διεθνούς προστασίας, ως ήταν ο αιτητής κατά την 29/3/2021 που αποφασίστηκε η αναστολή και εκκρεμούσε η αίτησή του στην Υπηρεσία Ασύλου.

 

Αυτό που ανέστειλε ο Διευθυντής, όπως προκύπτει από το κείμενο της απόφασης του, είναι την απόφαση απέλασης του αιτητή της οποίας επίκειτο η εκτέλεση.  Η λήψη απόφασης στην συνέχεια κατά της 28/5/2021 να «προωθηθεί» η απέλαση, ως το Σημείωμα «1» στον διοικητικό φάκελο, σύμφωνα με το οποίο ο αιτητής δεν είχε καταχωρίσει προσφυγή κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την αίτησή του για Διεθνή Προστασία, συνιστά απόφαση άρσης της αναστολής εκτέλεσης και «προώθηση» της προς εκτέλεση δια της διοικητικής οδού.

 

Η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται, καθότι δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η απόφαση αυτή στερείται εκτελεστότητας, νοουμένου ότι κατά την λήψη της αρχικής απόφασης αναστολής δεν τέθηκε καθορισμένος χρόνος ή/και όρος με την παρέλευση του οποίου ή/και με την πλήρωση του οποίου, αντίστοιχα, να επέρχεται αυτόματη άρση της αναστολής στο μέλλον.

 

Ο δικηγόρος του αιτητή υποστήριξε στην γραπτή αγόρευση, ότι έπασχε η νομιμότητα των διαταγμάτων, ως εδραζόμενα σε εσφαλμένη αιτιολογική βάση, αφού είχε ήδη καταχωρίσει προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την αίτηση του ως προδήλως αβάσιμη.  Διαζευκτικά με τα ανωτέρω, υποστηρίζει πως εάν το δικαστήριο αποφανθεί ότι ο αιτητής στην παρούσα προσφυγή δεν κατείχε πλέον το καθεστώς του αιτητή ασύλου, τότε θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο έχουν τηρηθεί οι πρόνοιες του άρθρου 18ΠΣΤ του Κεφ. 105, Νόμος που εφαρμόστηκε στην περίπτωση.

 

Θα πρέπει εξ' αρχής να αναφέρω, ότι το Δικαστήριο πληροφορήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση, ότι το προσβαλλόμενο με την παρούσα προσφυγή διάταγμα κράτησης, ημερομηνίας 28/5/2021, ακυρώθηκε από τον Διευθυντή του Τμήματος Μετανάστευσης στις 18/6/2021 και εκδόθηκε την ίδια ημέρα νέο διάταγμα βάσει του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ. 105). Περαιτέρω θα πρέπει να επισημανθεί ως γεγονός σχετικό με την παρούσα προσφυγή, ότι μετά την απόρριψη της Αίτησής του για Διεθνή Προστασία, ο αιτητής καταχώρισε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, την υπ' αρ. 2418/21 προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε στις 9/7/2021 και αντίγραφο της δικαστικής απόφασης δόθηκε δια χειρός στο παρόν Δικαστήριο κατά την ημέρα των διευκρινίσεων.  

 

Ενόψει των ανωτέρω, της ανάκλησης δηλαδή της επίδικης απόφασης ημερομηνίας 28/5/2021, οι καθ' ων η αίτηση έθεσαν ζήτημα κατάργησης της δίκης.

 

Ο δικηγόρος του αιτητή υποστήριξε στην Γραπτή του Αγόρευση, ότι η δίκη δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καταργήθηκε σε περίπτωση όπου το διάταγμα κράτησης ακυρωθεί ή ανακληθεί, καθότι υπάρχει κατάλοιπο ζημίας, αφού ο αιτητής στερήθηκε την ελευθερία του.

 

Οι καθ' ων η αίτηση διαφωνούν με τον ισχυρισμό αυτό του δικηγόρου του αιτητή και υποστηρίζουν πως δεν υπάρχει κατάλοιπο ζημίας, ώστε η προσφυγή να συνεχιστεί, αλλά η δίκη με την ακύρωση του διατάγματος κράτησης έχει καταστεί άνευ αντικειμένου και ο αιτητής στερείται πλέον εννόμου συμφέροντος να συνεχίσει την προσφυγή του, ώστε να μπορέσει να έχει βάσιμη απαίτηση για κατάλοιπο ζημίας και σχετική αποζημίωση. 

 

Για το ζήτημα αυτό το παρόν δικαστήριο εξέδωσε στο παρελθόν απόφαση, κατά πόσο προκύπτει κατάλοιπο ζημίας από γεγονός ότι ο αιτητής σε προσφυγή είχε στερηθεί την ελευθερία του με την κράτηση του και στη συνέχεια το διάταγμα κράτησης το οποίο ενεργοποιήθηκε και εφαρμόστηκε ανακλήθηκε από την διοίκηση. Πρόκειται για την προσφυγή υπ' αρ. 948/2018 SABRI ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 31/7/2018, από την οποία παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

 

«Έχω μελετήσει επιστάμενα τη νομολογία που έχει παραταθεί από τους δύο διαδίκους σε σχέση με την ύπαρξη κατάλοιπου ζημίας και παρατηρώ τα ακόλουθα:

 

Αιτητής σε προσφυγή νομιμοποιείται στην καταχώρισή της μόνο εφόσον πράττει τούτο με έννομο συμφέρον.  Το έννομο συμφέρον του προσδιορίζεται από τις διατάξεις του Νόμου οι οποίες προστατεύουν ένα προσωπικό αγαθό το οποίο απολαμβάνει ή τον προστατεύουν από την επέλευση ζημιάς στα δικαιώματα ή συμφέροντα του.

 

Το αγαθό που προστατεύεται εν προκειμένω στους αιτητές ασύλου ως ο αιτητής, που τους επιτρέπει να καταχωρίσουν προσφυγή εναντίον του διατάγματος κράτησης τους, παρά την ιδιότητα τους ως απαγορευμένοι μετανάστες, είναι το δικαίωμα να μη βρίσκονται υπό κράτηση ενόσω διαρκεί η εξέταση της αίτησης τους, παρά το γεγονός ότι εκκρεμεί διαδικασία απέλασης τους δυνάμει απόφασης ότι είναι παράνομοι μετανάστες της οποίας η νομιμότητα δεν αμφισβητήθηκε με προσφυγή.  Το δικαίωμα αυτό υποβάλλεται σε όρους και προϋποθέσεις που προβλέπονται στο Νόμο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000)Σχετικό επίσης ως προς τις προϋποθέσεις είναι και το άρθρο 18ΠΣΤ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, (Κεφάλαιο 105).  Σε αντίθεση με την νομολογία που επικαλέστηκαν οι καθ' ων η αίτηση με την οποία συμφωνώ απόλυτα, τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης διαφέρουν σε σχέση με το έννομο καθεστώς του απαγορευμένου μετανάστη, που ήταν τόσο οι αιτητές στις πλείστες αποφάσεις που επικαλέστηκαν οι καθ' ων η αίτηση, όσο και ο αιτητής στην παρούσα υπόθεση, που όμως υπέβαλε αίτηση ασύλου. 

 

Οι αιτητές στη νομολογία που επικαλέστηκαν οι καθ' ων η αίτηση, ειδικότερα στις προσφυγές αρ. 1406/2011 Slevoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 31/5/2012, και 1430/2012 Angelov Planimir Stanchev v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 28/1/2015, παρέλειψαν να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα της απόφασης κήρυξης τους ως απαγορευμένους μετανάστες, παρά μόνο αμφισβήτησαν τη νομιμότητα της κράτησης τους, που ήταν απόλυτα συνυφασμένη με το διάταγμα απέλασης το οποίο, όπως και το διάταγμα κράτησης είχαν εκδοθεί στα πλαίσια επαναπροώθησης τους εκτός του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, λόγω του καθεστώτος αυτού του οποίου η νομιμότητα δεν είχε αμφισβητηθεί. 

Επομένως η ακύρωση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης στις υποθέσεις (Slevoslav Stoyanov και Angelov Planimir Stanchev) ανωτέρω, συμφωνώ πως καταργεί την δίκη στο μέτρο που ο απαγορευμένος μετανάστης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας ή και παραμονής, αφού ρητά αναφέρεται στο άρθρο 14 (1) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφάλαιο 105 ότι η διακριτική ευχέρεια του Διευθυντή για απέλαση και κράτηση των απαγορευμένων μεταναστών είναι ευρεία. 

 

Στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής, επίσης κρίθηκε απαγορευμένος μετανάστης στα πλαίσια του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου και για σκοπούς επαναπροώθησης και μη παρεμπόδισης των διαδικασιών της απέλασης του, της οποίας η νομιμότητα είχε διαταχθεί και δεν προσβλήθηκε όπως μου  δόθηκε ρητή απάντηση από τον δικηγόρο του σε ερώτηση που είχα υποβάλει στις διευκρινίσεις, διατάχθηκε η κράτησή του. 

Παρόλα αυτά από τις 8/5/2018 όπου οι αρμόδιες αρχές διαπίστωσαν τα αληθινά στοιχεία του αιτητή μετά την υποβολή της αίτησης ασύλου, (καθότι κατά την άφιξη του στον αστυνομικό σταθμό έδωσε λανθασμένα στοιχεία της ταυτότητας του), εξέδωσαν νέο (το επίδικο) διάταγμα κράτησης, αλλά παράλληλα και διάταγμα απέλασης που αντικατέστησε το προηγούμενο, που έφεραν πλέον τα αληθινά στοιχεία του αιτητή.  Επειδή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 Ν.6(Ι)/2000απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω και της ιδιότητας του ως αιτητή ασύλου αλλά επιτρέπεται η κράτηση όταν ο αιτητής ασύλου κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασία επιστροφής, δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ - 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, πιστεύω εκ πρώτης όψεως όπως απαιτεί η νομολογία (Strakka Ltd v. Δημοκρατίας, 3 AAΔ.643) ότι ο αιτητής εύλογα εισηγείται ότι υπάρχει κατάλοιπο ζημίας, αφού για περίοδο από τις 8/5/18 μέχρι τις 24/7/18 ημερομηνία κατά την οποία η κράτηση του ακυρώθηκε στο εξής, διότι για το διάστημα αυτό στερήθηκε του δικαιώματος που προστατεύεται από τον περί Προσφύγων Νόμο, να μην κρατείται δηλαδή κατά τη διάρκεια της εξέτασης της αίτησης ασύλου, παρά μόνο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, η νομιμότητα δε της απόφασης αυτής ελέγχεται από το Δικαστήριο.

 

Καταλήγω ότι θα προχωρήσω στην εξέταση της προσφυγής στο σύνολό της, θεωρώντας πως η δίκη δεν έχει καταργηθεί.  Τα έξοδα θα κριθούν στην πορεία και σε καμία περίπτωση δεν θα βαρύνουν τον αιτητή.».

 

Βέβαια απόλυτα σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ε. 147/2012 STOYANOV ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 2/7/2018, από την οποία παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

 

«Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, προκύπτει ζημιογόνο κατάλοιπο per se λόγω της αποστέρησης της ελευθερίας του κατά το διάστημα που παρέμεινε υπό κράτηση. Προς τούτο παρέπεμψε στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις αρ. 1244/2011, 1245/2011, 1246/2011 και 1247/2011 Krisztian Bekefi κ.ά. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 28.9.2012, όπου τα γεγονότα είναι πανομοιότυπα με την παρούσα και στην απόφαση στην υπόθεση Rebert Harvey, Υπόθεση Αρ. 1726/2010, ημερ. 17.1.2012.

 

Σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 21.2.2012, η οποία κοινοποιήθηκε στο δικηγόρο του εφεσείοντα με επιστολή ίδιας ημερομηνίας (Τεκμήριο Χ στην ένσταση), μεταξύ άλλων, «ακύρωσε τα διατάγματα απέλασης/κράτησης που είχαν εκδοθεί εναντίον του στις 21-9-11 γιατί διαπιστώθηκε ότι είχαν εκδοθεί δυνάμει λανθασμένου άρθρου του Νόμου 7(1)/2007».

 

Όπως προκύπτει από τα γεγονότα (επιστολή δικηγόρου εφεσείοντα προς Αρχηγό Αστυνομίας, ημερομηνίας 4.10.11, Τεκμήριο 2 στην Αίτηση Ακυρώσεως), ο εφεσείων παρέμεινε υπό κράτηση από τις 3.10.11 μέχρι τις 7.10.11 οπόταν και απελάθηκε. Συνακόλουθα υπήρξε στέρηση της ελευθερίας του για το εν λόγω χρονικό διάστημα δυνάμει διαταγμάτων κράτησης και απέλασης που ανακλήθηκαν λόγω του ότι έπασχε η νομική τους βάση. Η απόφαση για κράτηση και απέλαση αποτελεί ξεχωριστή διοικητική πράξη η οποία μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή, όπως εν προκειμένω. H απόφαση αυτή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κήρυξή του ως παράνομου μετανάστη (άρθρο 6(1)(ζ) του Κεφ. 105) ή την κρίση ότι αποτελεί απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας (άρθρο 29 του Ν. 7(1)/2007), κάτι που αποτελεί προαπαιτούμενο για την έκδοση τέτοιων διαταγμάτων. Από την άλλη, η ύπαρξη και μόνο απόφασης στη βάση των πιο πάνω νομοθετικών προνοιών δεν νομιμοποιεί κράτηση και απέλαση χωρίς ο,τιδήποτε περαιτέρω.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, η θεώρηση ότι νομίμως κρίθηκε ο εφεσείων ως απαγορευμένος μετανάστης, δε νομιμοποιεί άνευ ετέρου την κράτηση και απέλασή του. Απαιτείται η έκδοση νόμιμου διατάγματος κράτησης και απέλασης. Με δεδομένο ότι ο εφεσείων κρατήθηκε, έστω για μικρό χρονικό διάστημα, κατά παράβαση του δικαιώματος του για ελευθερία, θεωρούμε ότι διατηρεί το απαιτούμενο έννομο συμφέρον για προώθηση της προσφυγής του παρά την ανάκληση των εν λόγω διαταγμάτων. Μόνο σε περίπτωση ακύρωσης των σχετικών διαταγμάτων από το Δικαστήριο θα μπορέσει να διεκδικήσει αποζημιώσεις για την παραβίαση των δικαιωμάτων του.».

 

 

Επομένως καταλήγω βάσει της ανωτέρω νομολογίας, ότι και στην παρούσα υπόθεση, όπου ο αιτητής τελούσε υπό κράτηση για το διάστημα από 28/5/2021 μέχρι 18/6/2021 βάσει του διατάγματος 28/5/2021, σαφέστατα υπάρχει κατάλοιπο ζημίας  και η προσφυγή θα πρέπει να συνεχιστεί, για να εκδοθεί δικαστική απόφαση κατά πόσο νόμιμα ή παράνομα ο αιτητής τελούσε υπό κράτηση για το διάστημα αυτό προς εκτέλεση του διατάγματος απέλασης.

 

Εννοείται ότι η δίκη σε σχέση με την αιτούμενη θεραπεία «Β» στην προσφυγή, σε σχέση δηλαδή με την προώθηση της απέλασης του αιτητή που είχε αποφασιστεί στις 23/3/2021 και είχε ανασταλεί στις 29/3/2021, καταργείται, καθότι με την ανάκλησή της δεν παρέμενε κατάλοιπο ζημίας, αφού η απέλαση εν τέλει δεν ενεργοποιήθηκε και δεν εκτελέστηκε στο διάστημα αυτό.

 

Ως προς την ουσία, σε σχέση με τον ισχυρισμό για παραβίαση του νόμου σε σχέση με την κράτηση του αιτητή, οι καθ' ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι στο διάστημα από την έκδοση του διατάγματος κράτησης, μέχρι την ανάκληση αυτού, ο αιτητής ήταν παράνομος μετανάστης και δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αιτητής ασύλου, καθότι δεν είχε καταχωρίσει στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας αίτηση για να του επιτραπεί να παραμείνει στην Δημοκρατία.

 

Σε σχέση με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι οι καθ' ων η αίτηση δεν εξέτασαν την επιλογή του άρθρου 18ΠΣΤ για εναλλακτικά μέτρα οι καθ' ων η αίτηση υποστήριξαν ότι σε καμία περίπτωση δεν παραβιάστηκε ο Νόμος, (Κεφ. 105), αλλά η απόφαση λήφθηκε λαμβανομένων υπόψη όλων των δεδομένων της υπόθεσης, ήτοι του γεγονότος ότι ο αιτητής δεν ήταν κάτοχος ταξιδιωτικών εγγράφων και δεν είχε δηλωμένη διεύθυνση διαμονής, προϋποθέσεις που καταγράφονται στο άρθρο 18ΟΔ του Κεφ. 105, με αποτέλεσμα να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν δυνατή η επιβολή  άλλων μέτρων, πέραν της κράτησης του αιτητή.  Σε ότι αφορά την παράλειψη αιτιολογίας του διατάγματος κράτησης, οι καθ' ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι γενικόλογος και δεν εξειδικεύεται, όπως επιβάλλεται από τον Κανονισμό 7 του περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Συνταγματικούς Κανονισμούς του 1962.

 

Προχωρώ να εξετάσω τους λόγους ακυρώσεως κατά του διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 28/5/2021 και της απόφασης προώθησης  της απέλασης του αιτητή ίδιας ημερομηνίας.

 

Ο αιτητής επικαλείται το άρθρο 8(1)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, (Ν.6(1)/2000) για να υποστηρίξει ότι κατέχει δικαίωμα παραμονής στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, το οποίο ίσχυε από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης του στην Υπηρεσία Ασύλου  για Διεθνή Προστασία, μέχρι και την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας κατά της νομιμότητας και ορθότητάς της.  Οι καθ' ων η αίτηση διαφωνούν και επικαλούνται το γεγονός ότι ο αιτητής παρέλειψε να καταχωρίσει αίτηση για να του δοθεί άδεια να παραμείνει στη Δημοκρατία ως παράνομος μετανάστης, βάσει του άρθρου 8(1Α). 

 

Σύμφωνα με το άρθρο 8(1Α)(ε) του Νόμου, σε περίπτωση απόφασης Προϊσταμένου με την οποία κρίνεται μια αίτηση μετά την εξέταση της ως προδήλως αβάσιμη, σύμφωνα με τις διατάξεις του 12ΣΤ, η δυνατότητα παραμονής του αιτητή στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές αποφασίζεται από το Δικαστήριο, κατόπιν καταχώρισης σχετικής αίτησης του αιτητή, η οποία εξετάζεται και αποφασίζεται το ταχύτερο δυνατό.

 

Βεβαίως η απαγόρευση της λήψης απόφασης για επιστροφή ισχύει για όλο το διάστημα μέχρι και την λήξη της προθεσμίας καταχώρισης προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, (δηλαδή για διάστημα 15 ημερών από την λήψη της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου) και για όσο διάστημα εκκρεμεί στο δικαστήριο η τυχόν αίτηση του αιτητή στην προσφυγή, με την οποία αιτείται από το δικαστήριο άδεια παραμονής μέχρι (και για τον σκοπό) εκδίκασης της προσφυγής του. 

 

Παρά το γεγονός ότι σαφέστατα προσδιορίζεται η προθεσμία για καταχώριση προσφυγής εντός 15 ημερών, σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο, διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει ρητή αναφορά στο Νόμο (Ν.6(Ι)/2000), ως προς την προθεσμία για καταχώριση τέτοιου είδους αίτησης για άδεια παραμονής του αιτητή στην προσφυγή.   Λαμβάνοντας όμως υπόψη τον σκοπό του Νόμου, που αφορά στην διασφάλιση των δικαιωμάτων του αιτητή ασύλου ακόμη και στην περίπτωση εκείνη που η αίτηση του ήθελε κριθεί από την Υπηρεσία Ασύλου ως προδήλως αβάσιμη, ώστε να μπορεί να διασφαλίσει το ταχύτερο δυνατό την έκδοση άδειας για παραμονή του μέχρι και την εκδίκαση της προσφυγής του, καθώς επίσης και το λεκτικό του πιο άνω άρθρου, σύμφωνα με το οποίο τέτοιες αιτήσεις εξετάζονται «ταχύτατα» και εκδίδεται απόφαση το «ταχύτερο δυνατόν», θεωρώ πως δεν μπορεί να έχουν οποιαδήποτε άλλη έννοια οι σχετικές πρόνοιες του Νόμου, παρά μόνο ότι μια τέτοια αίτηση διασφαλίζει στον αιτητή το δικαίωμα παραμονής ακόμη και στο διάστημα της προθεσμίας για την καταχώριση της αίτησης αυτής στο Δικαστήριο και όχι μόνο «ενόσω αυτή εκκρεμεί» στη συνέχεια στο δικαστήριο για λήψη απόφασης. Η προθεσμία καταχώρισης τέτοιας αίτησης για παραμονή δυνάμει του άρθρου 8(1Α) του Ν.6(Ι)/2000  δεν μπορεί να είναι άλλης διάρκειας από τις 15 ημέρες από την έκδοση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ίδιας δηλαδή διάρκειας για την καταχώριση της προσφυγής κατά της απόφασης αυτής, με την οποία τέτοια αίτηση είναι απόλυτα συνυφασμένη.  Θα οδηγούσε σε παράλογα αποτελέσματα η ερμηνεία ότι κατά την εκάστοτε κρίση του παράνομου μετανάστη του οποίου κρίθηκε ως προδήλως αβάσιμη η αίτησή του για άσυλο, θα μπορούσε να καταχωρηθεί οποτεδήποτε τέτοια αίτηση, η οποία να είναι μάλιστα συνυφασμένη με την ταχύτατης διαδικασίας προσφυγή και να επικαλείται ως λόγο για το δικαίωμα παραμονής του την αίτηση, με αποτέλεσμα να μπορεί να γίνεται κατάχρηση των δικαστικών διαδικασιών.  Στην κατάληξη ανωτέρω έλαβα υπόψη και καθοδηγήθηκα από την απόφαση του ΔΕΕ C-269/18,  Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie v. C, και J, S v. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 5/7/2018, από την οποία παραθέτω τα σχετικά αποσπάσματα:

       «21.    Από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι η προσφυγή που ασκήθηκε κατά αποφάσεως η οποία απορρίπτει ως προδήλως αβάσιμη αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβλήθηκε από υπήκοο τρίτης χώρας δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, ο τελευταίος δύναται να προσφύγει στο δικαστήριο προκειμένου να του επιτραπεί να παραμείνει στο ολλανδικό έδαφος εν αναμονή της εκβάσεως της προσφυγής ουσίας και μπορεί να παραμείνει στο έδαφος αυτό εν αναμονή της αποφάσεως επί της αιτήσεως αυτής ασφαλιστικών μέτρων.

29. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι, δυνάμει του ολλανδικού δικαίου, ο ασκών προσφυγή κατά αποφάσεως η οποία απορρίπτει αίτησή του για διεθνή προστασία ως προδήλως αβάσιμη διαμένει παράνομα καθόσον, δυνάμει του άρθρου 82, παράγραφος 2, στοιχείο c, του νόμου του 2000 περί αλλοδαπών, ο οποίος μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 46, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/32, η προσφυγή κατά μιας τέτοιας αποφάσεως δεν έχει αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα.

30. Βεβαίως, δυνάμει του άρθρου 7.3, παράγραφος 1, του διατάγματος του 2000 περί αλλοδαπών, το οποίο μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 46, παράγραφος 8, της οδηγίας 2013/32, υπήκοος τρίτης χώρας του οποίου η αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε ως προδήλως αβάσιμη μπορεί να υποβάλει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων προκειμένου να του επιτραπεί να παραμείνει στη χώρα. Στην περίπτωση αυτή το ολλανδικό δίκαιο του παρέχει τη δυνατότητα να παραμείνει σε ολλανδικό έδαφος μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεως αυτής. Ωστόσο, η διαμονή του μπορεί να θεωρηθεί νόμιμη μόνο μετά την απόφαση του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων με την οποία γίνεται δεκτή η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

32.      Επομένως, κατά το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας), προκειμένου να διαπιστωθεί αν, στις υποθέσεις που εισήχθησαν ενώπιόν του, τα μέτρα κρατήσεως έχουν ληφθεί νομίμως, πρέπει να διευκρινιστεί αν η άδεια παραμονής που χορηγείται από κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 8, της οδηγίας 2013/32 απαγορεύει η διαμονή του ενδιαφερόμενου προσώπου να θεωρείται παράνομη ενόσω δεν έχει εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεώς του για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων.

33.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Στην περίπτωση που αποφαινόμενη αρχή απέρριψε αίτηση διεθνούς προστασίας ως προδήλως αβάσιμη κατά την έννοια του άρθρου 46, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, της οδηγίας [2013/32] και, βάσει του εθνικού δικαίου, η δικαστική προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής δεν έχει αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα, πρέπει το άρθρο 46, παράγραφος 8, της οδηγίας αυτής να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απλώς και μόνον η υποβολή αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων έχει ως αποτέλεσμα ότι ο αιτών δεν διαμένει πλέον παράνομα στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας [2008/115] και ως εκ τούτου αυτός εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας [2013/33];

2)      Έχει σημασία για την απάντηση στο πρώτο ερώτημα το ότι το εθνικό δίκαιο -λαμβανομένης υπόψη της αρχής της μη επαναπροωθήσεως- προβλέπει ότι ο αιτών δεν θα απομακρυνθεί πριν δικαστική αρχή ορίσει, κατόπιν αιτήματος, ότι δεν πρέπει να αναμένεται η έκβαση της προσφυγής κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της αιτήσεως διεθνούς προστασίας;»

[...]

43.      Κατά συνέπεια, με τα προδικαστικά ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ' ουσίαν, αν οι οδηγίες 2008/115 και 2013/32 έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν να τεθεί υπό κράτηση, ενόψει της απομακρύνσεώς του, υπήκοος τρίτης χώρας του οποίου η αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε σε πρώτο βαθμό από την αρμόδια διοικητική αρχή ως προδήλως αβάσιμη, στην περίπτωση που, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφοι 6 και 8, της οδηγίας 2013/32, δικαιούται να παραμείνει στο εθνικό έδαφος έως ότου εκδοθεί απόφαση επί της προσφυγής του σχετικά με το δικαίωμα παραμονής του στο έδαφος αυτό εν αναμονή της εκβάσεως της προσφυγής κατά της αποφάσεως που απέρριψε την αίτησή του για διεθνή προστασία.

44.     Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, η οδηγία αυτή έχει εφαρμογή στην περίπτωση των υπηκόων τρίτης χώρας που διαμένουν παρανόμως εντός κράτους μέλους. Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, τα κράτη μέλη εκδίδουν, καταρχήν, απόφαση επιστροφής εις βάρος κάθε υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος διαμένει παράνομα στο έδαφός τους (βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi, C‑181/16, EU:C:2018:465, σκέψη 37).

45.      Από τον ορισμό της «παράνομης παραμονής», κατά το άρθρο 3, σημείο 2, της οδηγίας αυτής, προκύπτει ότι κάθε υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος βρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους χωρίς να πληροί τις προϋποθέσεις εισόδου, παραμονής ή διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος, βρίσκεται εξ αυτού και μόνον του λόγου παρανόμως σε αυτό (απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi, C‑181/16, EU:C:2018:465, σκέψη 39).

46.      Είναι αληθές ότι το Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 47 και 49 της αποφάσεως της 30ής Μαΐου 2013, Arslan (C‑534/11, EU:C:2013:343), ότι, εφόσον επιτραπεί η παραμονή στην επικράτεια προκειμένου να ασκηθεί πράγματι προσφυγή κατά της απορρίψεως της αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας, το γεγονός αυτό αποκλείει την εφαρμογή της οδηγίας 2008/115 στην περίπτωση του υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε την αίτηση αυτή μέχρις ότου εκδικασθεί η ασκηθείσα κατά της απορρίψεώς της προσφυγή (απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi, C‑181/16, EU:C:2018:465, σκέψη 43).

47.      Ωστόσο, από την απόφαση αυτή δεν μπορεί να συναχθεί ότι το ενδεχόμενο να επιτραπεί η παραμονή θα απέκλειε το να γίνει δεκτό ότι, ήδη από της απορρίψεως της αιτήσεως διεθνούς προστασίας και υπό την επιφύλαξη της υπάρξεως δικαιώματος ή άδειας διαμονής, η διαμονή του ενδιαφερομένου καθίσταται παράνομη, κατά την έννοια της οδηγίας 2008/115. Αντιθέτως, εκτός της περιπτώσεως κατά την οποία παρασχέθηκε δικαίωμα διαμονής ή χορηγήθηκε άδεια διαμονής, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, ο υπήκοος τρίτης χώρας θεωρείται παρανόμως διαμένων, κατά την έννοια της οδηγίας 2008/115, ήδη από της εκ μέρους της υπεύθυνης αρχής απορρίψεως σε πρώτο βαθμό της αιτήσεώς του παροχής διεθνούς προστασίας, τούτο δε ανεξαρτήτως του αν επετράπη η παραμονή του εν αναμονή της εκδικάσεως της προσφυγής που ασκήθηκε κατά της απορρίψεως αυτής (απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi, C‑181/16, EU:C:2018:465, σκέψεις 44 και 59).

48.     Επομένως, ήδη από της απορρίψεως της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή μαζί με αυτήν στο πλαίσιο της ιδίας διοικητικής πράξεως, μπορεί να εκδοθεί, καταρχήν, απόφαση επιστροφής σε βάρος του ενδιαφερόμενου (βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi, C‑181/16, EU:C:2018:465, σκέψη 59).

[...]

51.     Συναφώς, το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής συνεπάγεται την αναστολή όλων των εννόμων αποτελεσμάτων της αποφάσεως επιστροφής, γεγονός που έχει, μεταξύ άλλων, ως συνέπεια ότι ο ενδιαφερόμενος δεν επιτρέπεται να τεθεί υπό κράτηση με σκοπό την απομάκρυνση κατ' εφαρμογήν του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 ενόσω του επιτρέπεται να παραμείνει στο συγκεκριμένο κράτος μέλος (βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi, C‑181/16, EU:C:2018:465, σκέψη 62).

52.     Τούτο ισχύει επίσης για υπήκοο τρίτης χώρας του οποίου η αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε ως προδήλως αβάσιμη, σύμφωνα με το άρθρο 32, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32.

53.     Είναι αληθές ότι από το άρθρο 46, παράγραφοι 5 και 6, της οδηγίας 2013/32 προκύπτει ότι, στην περίπτωση αυτή, ο ενδιαφερόμενος δεν αποκτά αυτοδικαίως το δικαίωμα παραμονής στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους εν αναμονή της εκβάσεως της προσφυγής του. Ωστόσο, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 46, παράγραφος 6, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας αυτής, αυτός πρέπει να μπορεί να προσφύγει σε δικαστήριο το οποίο θα αποφασίσει αν δύναται να παραμείνει στο έδαφος αυτό έως ότου κριθεί επί της ουσίας η προσφυγή του. Το άρθρο 46, παράγραφος 8, της ίδιας οδηγίας προβλέπει ότι, εν αναμονή της εκβάσεως αυτής της διαδικασίας σχετικά με το εάν ο αιτών δύναται ή όχι να παραμείνει, το εν λόγω κράτος μέλος πρέπει να του επιτρέψει να παραμείνει στο έδαφός του.

54.     Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι υπήκοος τρίτης χώρας του οποίου η αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε ως προδήλως αβάσιμη δεν μπορεί να τεθεί υπό κράτηση κατ' εφαρμογή του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 κατά τη διάρκεια της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής κατά της απορριπτικής αποφάσεως. Εφόσον ασκηθεί η προσφυγή αυτή, δεν είναι πλέον δυνατό να επιβληθεί στον ενδιαφερόμενο μέτρο κρατήσεως βάσει του άρθρου αυτού ενόσω του επιτρέπεται να παραμένει στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 8, της οδηγίας 2013/32.

55.     Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι οδηγίες 2008/115 και 2013/32 απαγορεύουν να τεθεί υπό κράτηση, ενόψει της απομακρύνσεώς του, υπήκοος τρίτης χώρας του οποίου η αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε σε πρώτο βαθμό από την αρμόδια διοικητική αρχή ως προδήλως αβάσιμη, στην περίπτωση που, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφοι 6 και 8, της οδηγίας 2013/32, δικαιούται να παραμείνει στο εθνικό έδαφος έως ότου εκδοθεί απόφαση επί της προσφυγής του σχετικά με το δικαίωμα παραμονής του στο έδαφος αυτό εν αναμονή της εκβάσεως της προσφυγής κατά της αποφάσεως που απέρριψε την αίτησή του για διεθνή προστασία.»

 

Ως προς τα γεγονότα, διαπιστώνεται ότι ο αιτητής παρά την λήξη της προθεσμίας καταχώρισης προσφυγής, προχώρησε εντός της προθεσμίας των 15 ημερών στην καταχώριση προσφυγής, αλλά παρέλειψε να καταχωρήσει αίτηση για άδεια παραμονής στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας για όσο διάστημα θα εκδικαζόταν η προσφυγή του.   Λαμβάνοντας επομένως υπόψη, ότι ο αιτητής είχε κριθεί ως απαγορευμένος μετανάστης, βάσει του Κεφ. 105, στις 23/3/2021, χωρίς ποτέ η νομιμότητα της απόφασης αυτής να προσβληθεί με καταχώριση προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο και ότι η απέλαση του αναστάληκε για όσο διάστημα υπήρξε αίτηση ασύλου και μέχρι τις 28/5/2021, αποφασίζω ότι κρίσιμο για την δικαστική κρίση ως προς τη νομιμότητα ή όχι του διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 28/5/2021, δεν ήταν μόνο η απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο καταχώρισε ή όχι προσφυγή ο αιτητής στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.  Έχοντας υπόψη τους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε η αίτηση ασύλου του, ως δηλαδή «προδήλως αβάσιμη», άρθρο 8(1Α )(ε) του Ν.6(Ι)/2000, κυρίως κρίσιμη για μια τέτοια περίπτωση, είναι η απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο ο αιτητής κατέφυγε στο Δικαστήριο για την καταχώριση αίτησης για άδεια παραμονής και εξασφάλιση του σχετικού δικαστικού διατάγματος και/ή δικαστικής άδειας. Το δικαίωμα του για παραμονή στην χώρα  θεωρώ πως διασφαλίζεται για όλο το διάστημα από την έκδοση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου μέχρι και την λήξη της προθεσμίας των 15 ημερών για προσβολή της εν λόγω απόφασης με προσφυγή.  Σε περίπτωση καταχώρισης εντός της προθεσμίας των 15 ημερών προσφυγής, χωρίς υποβολή εντός της ίδιας προθεσμίας αίτησης στα πλαίσια της προσφυγής του, δεν διατηρείται κανένα δικαίωμα παραμονής. 

 

Ο αιτητής καταχώρισε την προσφυγή του στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας στις 28/4/2021, ενώ η απόρριψη της αίτησης του για διεθνής προστασία είχε απορριφθεί στις 16/4/2021, αφού παρήλθαν δηλαδή 12 ημέρες.  Θεωρώ όπως προανέφερα, πως μετά την παρέλευση των 15 ημερών, χωρίς την παράλληλη καταχώριση και αίτηση για παραμονή στη Δημοκρατία, κατ' επίκληση της καταχώρισης προσφυγής κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου (και όχι για άλλο λόγο), ο αιτητής έχασε πλέον το δικαίωμα του (ως απαγορευμένος μετανάστης  που είχε κριθεί πως ήταν) για παραμονή στην χώρα μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής του.  Οι δύο ιδιότητες του αιτητή, ως απαγορευμένου και άρα παράνομου μετανάστη και ως αιτητή ασύλου δεν συγκρούονται μεταξύ τους, παρά μόνο προβλέπεται πως για όλο το διάστημα στο οποίο επιβάλλεται από τον νόμο η προστασία των αιτητών ασύλου από απόφαση επιστροφής, δεν εφαρμόζεται το Κεφ. 105 και η δυνατότητα εκτέλεσης των σχετικών διαταγμάτων και/ή της απόφασης επιστροφής του. Η απαγόρευση αυτή εξαντλείται, όπως περιγράφηκε ανωτέρω, για όσο διάστημα εκκρεμεί η προθεσμία καταχώρισης της αίτησης για άδεια του δικαστηρίου για παραμονή, και στην περίπτωση καταχώρισης τέτοιας αίτησης, για όσο διάστημα εκδικάζεται μια τέτοια αίτηση και ανάλογα στην περίπτωση που εγκρίνεται για όσο διάστημα ήθελε διατάξει το δικαστήριο με την σχετική διαταγή του. 

 

Επομένως κρίνοντας επί της ενώπιόν μου υπόθεσης τη νομιμότητα της απόφασης, κατά πόσο βασίστηκε σε λανθασμένη αιτιολογική βάση η σκέψη του Διευθυντή, θεωρώ ότι η αναζήτηση πληροφοριών από τον Διευθυντή, κατά πόσο καταχωρήθηκε ή όχι προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας και μόνο και η αντίληψη του ότι δεν είχε καταχωρηθεί μια τέτοια αίτηση, δεν προσδίδει παρά μόνο εν μέρει και επουσιώδη λανθασμένη αντίληψη στον Διευθυντή, καθότι το κρίσιμο ζητούμενο είναι κατά πόσο πληρούνταν οι προϋποθέσεις ή όχι του Νόμου Κεφ. 105 (άρθρο 14) σε συνδυασμό με το Νόμο 6(Ι)/2000 (άρθρο 81Α), για να εκδοθεί το διάταγμα κράτησης και να προωθηθεί η απέλαση. 

 

Βάσει των άρθρων 30-32 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/99)η επάλληλη αιτιολογία, η οποία δυνατόν να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του φακέλου, καθιστά την απόφαση αιτιολογημένη:

 

 

«Μεταγενέστερη αιτιολογία

30. Σε επείγουσες περιπτώσεις επιτρέπεται, εξαιρετικά, στη διοίκηση να αιτιολογήσει μεταγενέστερα την πράξη της, στηριζόμενη όμως σε στοιχεία και γεγονότα που υπήρχαν πριν από την πράξη και τα οποία μπορούν να συναχθούν από το διοικητικό φάκελο.

Εσφαλμένη νομική αιτιολογία

31. Εσφαλμένη νομική αιτιολογία δεν οδηγεί σε ακύρωση της πράξης, αν η πράξη μπορεί νομική να έχει άλλο νομικό έρεισμα.

Πολλαπλές ή διαζευκτικές αιτιολογίες

32. Όταν η πράξη έχει πολλαπλές ή διαζευκτικές αιτιολογίες και μία από αυτές είναι λανθασμένη, η πράξη είναι ακυρωτέα, εκτός αν κριθεί ότι η λανθασμένη αιτιολογία ήταν επικουρική ή δευτερεύουσα της ορθής αιτιολογίας και ως εκ τούτου δεν επηρέασε το αρμόδιο διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης.»

 

Σε σχέση με τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως, ότι ο Διευθυντής παρέλειψε να αιτιολογήσει επαρκώς, γιατί δεν επέλεξε εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, ώστε να εφαρμοστεί η αρχή της αναλογικότητας, διαπιστώνω ότι ο λόγος ακυρώσεως θα πρέπει να απορριφθεί, καθότι ο Διευθυντής αιτιολογεί την απόφασή του σε σχέση με το διάταγμα κράτησης σύμφωνα με το άρθρο 18ΠΣΤ(1) και 18ΟΔ καθότι: «διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, άρθρο 18ΠΣΤ(1), 18ΟΔ και παρεμπόδιση των διαδικασιών απέλασης του,  δεδομένου ότι σύμφωνα με την ΥΑΜ δεν είναι κάτοχος ταξιδιωτικών εγγράφων, δεν έχει διεύθυνση συνήθους διαμονής, δεν υπάρχει περιθώριο εναλλακτικό της κράτησης μέτρων.»  Πράγματι όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο κατά την σύλληψή του ο αιτητής επικαλέστηκε ότι δεν έχει στην κατοχή του ταξιδιωτικά έγγραφα, παρά μόνο εμφάνισε φωτογραφία διαβατηρίου στο κινητό του τηλέφωνο, κάτι που δεν μπορεί βεβαίως να αντικαταστήσει το διαβατήριο για σκοπούς επαναπροώθησης και δεν είχε δηλώσει διεύθυνση διαμονής, γεγονός που καθιστούσε απόλυτα εύλογη, κατά την κρίση του δικαστηρίου, την απόφαση του Διευθυντή να παραμείνει ο αιτητής υπό κράτηση, ώστε να διευκολυνθεί η απομάκρυνση του βάσει του διατάγματος απέλασης.  Ο ισχυρισμός του δε κατά την ανάκρισή του μετά την σύλληψή του, ότι είχε φτάσει στην Κύπρο μόλις στις 21/3/2021 παρέμεινε αναπόδεικτος.  Το σημαντικό ήταν πως όταν συνελήφθη διαπιστώθηκε πως δεν είχε αποταθεί για αίτηση ασύλου.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται, με €1500 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.  Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται βάσει του άρθρου 146.4 του Συντάγματος.

 

Μ. Καλλιγέρου, ΠΔΔ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο