ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:DDDP:2021:87

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: ΔΚ 24/21

12 Απριλίου, 2021

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Α.K.U.

Αιτήτρια

-και-

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

Καθ'ων η Αίτηση

 

Π. Πιερίδης (κ), Δικηγόρος για την Αιτήτρια

Ν.Νικολάου  (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας  για τους Καθ' ων η Αίτηση.

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Η Αιτήτρια, με την παρούσα προσφυγή,  αιτείται την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 8/02/2021, για την έκδοση διατάγματος κράτησης εναντίον της δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 είναι άκυρη, παράνομη, και στερημένη νομικού αποτελέσματος. Διαζευκτικά προς το αιτητικό Α, η Αιτήτρια αιτείται με το αιτητικό Β να ακυρωθεί και/ή τροποποιηθεί το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης και αντ' αυτού να επιβληθούν από το Δικαστήριο εναλλακτικά της κράτησης μέτρα και, με το αιτητικό Γ, να διαταχθεί η άμεση απελευθέρωση της.

 

Γεγονότα

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης όπως εκτίθενται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ'ων η Αίτηση και υποστηρίζονται από σχετικά Παραρτήματα, η Αιτήτρια προέρχεται από το Νεπάλ και αφίχθηκε στην Δημοκρατία νόμιμα στις 12/03/2018 κατέχοντας άδεια εργασίας ως οικιακή βοηθός.        Στις 23/03/2018 η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για εγγραφή και ανανέωση της άδειας προσωρινής παραμονής της στη Κύπρο.  Στις 27/04/2018 η Αιτήτρια υπέγραψε πιστοποιητικό αποδέσμευσης από την εργοδότρια της, ως το Παράρτημα 3.

 

Σε επιστολή ημερομηνίας 14/06/2018, ιδιώτης γραφείου εξεύρεσης εργασίας απέστειλε επιστολή προς το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ζητώντας έγκριση για εργοδότηση της Αιτήτριας σε νέο εργοδότη. Στις 15/06/2018, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης απάντησε στο αίτημα του με σημείωση ότι εγκρίνεται νοουμένου ότι πληρούνται τα κριτήρια.  Στις 26/06/2018 η πρώην εργοδότρια της Αιτήτριας παρουσίασε στα γραφεία της ΥΑΜ Λάρνακας την αποδεσμευτική επιστολή ημερομηνίας 27/04/2018.

 

Σε επιστολή της ΥΑΜ Λάρνακας ημερομηνίας 26/06/2018 αναφέρεται ότι μέχρι τότε παρ' όλες τις εξετάσεις που έγιναν η Αιτήτρια δεν εντοπίστηκε, ενώ δεν είχε υποβάλει οποιαδήποτε αίτηση για διευθέτηση της παραμονής της στην Κύπρο με αποτέλεσμα να παραμένει παράνομα σε άγνωστη διεύθυνση.      Στις 11 /07/2018 τα στοιχεία της Αιτήτριας καταχωρήθηκαν στο Stoplist της Αστυνομίας καθότι η Αιτήτρια έλαβε αποδεσμευτική επιστολή στις 27/04/2018 από την εργοδότρια της με σκοπό εξεύρεση νέου εργοδότη, αλλά εντούτοις συνέχισε να παραμένει παράνομα στην Κύπρο σε άγνωστη διεύθυνση.

 

Στις 24/07/2018 η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για ανανέωση της άδειας διαμονής της ως οικιακή εργαζόμενη λόγω αλλαγής εργοδότη.  Την 01/08/2018 δόθηκε στην Αιτήτρια αποδεσμευτική επιστολή από τον εργοδότη της με σκοπό την εξεύρεση νέου εργοδότη.          Στις 17/09/2018 ο εργοδότης της Αιτήτριας προσήλθε στα γραφεία της ΥΑΜ Πάφου και με γραπτή επιστολή του ενημέρωσε ότι από την 01 /08/2018 παραχώρησε στην Αιτήτρια αποδεσμευτική επιστολή για αλλαγή εργοδότη.

 

Σε επιστολή της ΥΑΜ Πάφου ημερομηνίας 20/09/2018 αναφέρεται ότι μετά από έλεγχο που έγινε μέχρι τότε η Αιτήτρια δεν ενεγράφηκε σε νέο εργοδότη, ούτε αναχώρησε από την Κύπρο. Έγινε εισήγηση να καταχωρηθούν τα στοιχεία της στο Stoplist της Αστυνομίας.  Στις 02/10/2018 τα στοιχεία της Αιτήτριας καταχωρήθηκαν στο Stoplist της Αστυνομίας καθότι η Αιτήτρια έλαβε αποδεσμευτική επιστολή από τον εργοδότη της και συνέχισε να διαμένει παράνομα στην Κύπρο.  Στις 19/10/2018 το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης εξέδωσε άδεια προσωρινής διαμονής στην Αιτήτρια ως οικιακή βοηθός με ισχύ μέχρι τις 17/07/2020. Στις 23/10/2018 η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου για παραχώρηση σε αυτήν καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Στις 08/07/2019 η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση της Αιτήτριας για διεθνή προστασία.

 

Στις 26/05/2020 το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης απέστειλε επιστολή στην Αιτήτρια, αναφέροντας της ότι ενημερώθηκε για την απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 08/07/2019 για παραχώρηση σε αυτήν καθεστώτος διεθνούς προστασίας και της ανέφερε ότι πρέπει να αναχωρήσει από την Δημοκρατία.

 

Στις 23/09/2020 η Αιτήτρια υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου η οποία απορρίφθηκε την ίδια ημέρα.

 

Σε επιστολή της ΥΑΜ Πάφου ημερομηνίας 24/01/2021 αναφέρεται ότι η Αιτήτρια μέχρι τότε δεν είχε υποβάλει οποιαδήποτε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας. Στις 24/01 /2021, μέλη της αστυνομίας εντόπισαν την Αιτήτρια και την συνέλαβαν για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής στην Δημοκρατία. Ακολούθως, τέθηκε υπό κράτηση.

Στις 24/01/2021 ένεκα του κινδύνου διαφυγής της Αιτήτριας κρίθηκε ότι δεν ήταν εφικτή η εφαρμογή εναλλακτικών μέτρων αντί της κράτησης της και ως εκ τούτου εκδόθηκε εναντίον της διάταγμα κράτησης και απέλασης δυνάμει του Άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου το οποίο της επιδόθηκε την ίδια ημέρα, ήτοι στις 24/01/2021.

 

Στις 06/02/2021 η Αιτήτρια έκανε αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου της στην Υπηρεσία Ασύλου.

 

Στις 08/02/2021 το διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 24/01/2021 ακυρώθηκε λόγω έκδοσης νέου διατάγματος με βάση τον περί Προσφύγων Νόμο και το διάταγμα απέλασης ημερομηνίας 24/01/2021 ανεστάλη λόγω επανανοίγματος του φακέλου της Αιτήτριας στην Υπηρεσία Ασύλου ημερομηνίας 06/02/2021.

 

Στις 08/02/2021 το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης εξέδωσε εκ νέου διάταγμα κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου. Το εν λόγω διάταγμα επιδόθηκε στην Αιτήτρια την ίδια ημέρα, ήτοι στις 08/02/2021.

Στις 23/02/2021 η Αιτήτρια καταχώρησε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας την Αίτηση Νομικής Αρωγής υπ' αριθμό 51/2021, στην οποία εκδόθηκε απόφαση στις 26/02/2021 και με την οποία εγκρίθηκε η αίτηση της.  Επιπλέον στις 23/02/2021 η Αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα προσφυγή, προσβάλλοντας την απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης για έκδοση διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 08/02/2021.

 

Στις 02/03/2021 καταχωρήθηκε αίτηση τροποποίησης της προσφυγής της Αιτήτριας με τη προσθήκη νομικών ισχυρισμών, από τον διορισθέντα δικηγόρο της.

 

Νομική ανάλυση 

 

Σύμφωνα με τις αγορεύσεις του συνηγόρου της Αιτήτριας, η απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο και διαζευκτικά, προωθήθηκαν ισχυρισμοί περί παράβασης του συνταγματικού δικαιώματος της ελευθερίας της Αιτήτριας, λήψης της απόφασης χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας και/ή ορθής αξιολόγησης όλων των γεγονότων και περιστατικών της υπόθεσης καθώς και πάσχουσα αιτιολογία της απόφασης.  Περαιτέρω, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας προώθησε ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν νομικής και/ή πραγματικής πλάνης με ιδιαίτερη αναφορά στην επίκληση των άρθρων 18ΟΔ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105) που έγινε στην αιτιολογία που αναγράφεται στο επίδικο διάταγμα κράτησης.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση αντέκρουσε τους ισχυρισμούς του συνηγόρου της Αιτήτριας, υποστηρίζοντας ότι το επίδικο διάταγμα κράτησης εκδόθηκε σύμφωνα με το Σύνταγμα και σε συμμόρφωση με το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με τον περί Προσφύγων Νόμο και  είναι απότοκο των δεδομένων και πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης και της συμπεριφοράς της Αιτήτριας.  Ειδικότερα, η συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση παρέπεμψε σε νομολογία του παρόντος Δικαστηρίου , υποστηρίζοντας ότι θα πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός της Αιτήτριας περί αναρμοδιότητας και επιπρόσθετα παρέπεμψε  στα γεγονότα της υπόθεσης, επιχειρηματολογώντας περί της νομιμότητας έκδοσης του επίδικου διατάγματος και αναφέροντας ότι η συμπεριφορά της Αιτήτριας ήταν τέτοια που αντικειμενικώς αιτιολογείτο η έκδοση του διατάγματος κράτησης.

 

Το Δικαστήριο, μετά από μελέτη των δικογράφων και γραπτών αγορεύσεων των διαδίκων έθεσε ερώτηση σχετικά με την ιδιότητα της Αιτήτριας, ώστε να διακριβωθεί κατά πόσο ορθά εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα κράτησης στη βάση του άρθρου 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου. 

 

Στις αγορεύσεις τους επί του σημείου αυτού, ο συνήγορος της Αιτήτριας υποστήριξε ότι ο Νόμος δεν είναι ξεκάθαρος και συνέδεσε το θέμα με την άδεια παραμονής της Αιτήτριας, η οποία τερματίστηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου και το δικαίωμα της να προβεί σε αίτηση για άδεια παραμονής στο Δικαστήριο, ενώ η συνήγορος των Καθ'ων η Αίτηση, ανέφερε ότι σύμφωνα με τον περί Προσφύγων Νόμο δίδεται δικαίωμα παραμονής στον αιτητή και παραπέμποντας στις αποφάσεις C-269/18 PPU - C and others, συνέδεσε το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής με την αναστολή των συνεπειών της απόφασης επιστροφής του αιτητή μετά από απορριπτική απόφαση στην αίτηση για διεθνή προστασία, όταν ο αιτητής ασκήσει προσφυγή.

 

Αρχικά θα πρέπει να εξεταστεί ο ισχυρισμός που τέθηκε από τον συνήγορο της Αιτήτριας περί αναρμοδιότητας του προσώπου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Ο δε συνήγορος της Αιτήτριας προώθησε την θέση ότι ο περί Προσφύγων Νόμος δεν περιέχει ρητή πρόνοια ότι ο Υπουργός δύναται να μεταβιβάσει την εξουσία που έχει δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου σε άλλο πρόσωπο και εν πάση περιπτώσει, η ενέργεια αυτή προσκρούει στο άρθρο 17(4) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου.  Προς τούτο, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας αντιπαρέβαλε με το άρθρο 4 του Κεφ. 105 που περιέχει ρητή πρόνοια για μεταβίβαση της εξουσίας που έχει ο Υπουργός.  Ο δε περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (23/1962) αντιτίθεται στο άρθρο 17(4) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου και σύμφωνα με τον συνήγορο της Αιτήτριας, υπεροχή έχει ο τελευταίος, ως ειδικός Νόμος που εφαρμόζεται στο διοικητικό δίκαιο.

 

Η θέση του συνηγόρου του Αιτήτριας περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση έχει εξεταστεί πρόσφατα στην υπόθεση αρ. ΔΚ 7/21, D.J. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, απόφαση ημερ. 22/02/21, από τον αδελφό Δικαστή Α. Χριστοφόρου, και απορρίφθηκε, με παραπομπή και σε προηγούμενες αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου.  Παραθέτω αυτούσιο απόσπασμα της ως άνω αναφερόμενης απόφασης, το σκεπτικό του οποίου υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης:

«Επί τούτου καταλήγω ότι συμφωνώ με τα λεχθέντα από την αδελφή μου δικαστή Χ. Μιχαηλίδου στην απόφαση στην υπόθεση αρ. ΔΚ 60/20 M. S. R. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εσωτερικών, ημ.11/12/20, απόσπασμα εκ της οποίας παραθέτω πιο κάτω και το οποίο υιοθετώ, με την προσθήκη ότι το αρ.3 (2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (23/1962) συνιστά ειδικότερη διάταξη που αφορά την εκχώρηση εξουσιών υπουργού «απoρρεoυσώv εκ τιvoς Νόμoυ» έναντι της γενικότερης διάταξης του αρ.17 (4) περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999) και δια τούτο έχει εφαρμογή επί περιπτώσεων ως η παρούσα που αφορούν υπουργό αφού ρυθμίζει ειδικά το ζήτημα αυτό. Συνεπώς θεωρώ ότι υπερέχει έναντι της γενικής διατύπωσης του ν.158(I)/1999 στη βάση της νομικής αρχής «lex specialis derogat legi generali» (βλ και Αντέννα Λτδ ν. Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2010) 3 Α.Α.Δ. 29, Μιχαήλ Σάουρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας  (2001) 4 Α.Α.Δ. 394.)

«Είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ με το ζήτημα αυτό και στην απόφαση μου υπ'αριθμόν ΔΚ24/20, B.G. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 27/7/2020, αλλά και στα πλαίσια της προσφυγής υπ'αριθμόν 800/19, M.Y.A.L. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 19/8/2019 στην οποία ανέφερα τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή πρόβαλε στην Αγόρευσή της τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την απόφαση, εφόσον κατά την εισήγησή της μόνο ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή ασύλου βάσει του άρθρου 9ΣΤ, Ν. 6 (Ι)/2000.  Οι καθ' ων η αίτηση, προσκόμισαν στο Δικαστήριο και στην ευπαίδευτη συνήγορο του αιτητή επιστολή ημερομηνίας 17/1/2018 από την οποία προκύπτει πως μεταβιβάστηκαν οι εξουσίες του Υπουργού προς τον Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, όπου μάλιστα γίνεται ρητή μεταβίβαση της σχετικής αρμοδιότητας που προβλέπεται στο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.  Μετά από την προσκόμιση στο Δικαστήριο, της προαναφερόμενης επιστολής η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή απέσυρε τον ισχυρισμό της περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη.  Συνεπώς, δεν υπάρχει κανένα ζήτημα έλλειψης αρμοδιότητας, εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 3 (2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου (Ν.23/1962), μόνο αν ρητά από τον Νόμο απαγορεύεται κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν να εξουσιοδοτηθεί εγγράφως οποιοδήποτε πρόσωπο που κατέχει αρμόδια θέση σε αρμόδια υπηρεσία που εμπίπτει εντός της δικαιοδοσίας του Υπουργού, όπως αυτό ενασκεί τις εξουσίες εκ μέρους του Υπουργού.»

Το ίδιο ισχύει και στην υπό εξέταση περίπτωση και κρίνω πως δεν υπάρχει ζήτημα αναρμοδιότητας εφόσον υπάρχει έγκυρη εξουσιοδότηση του Υπουργού προς τον Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, για να ασκεί τις αρμοδιότητες που απορρέουν από το άρθρο 9 Στ, του Ν. 6 (Ι)/2000.

Με το ίδιο ζήτημα ασχολήθηκε και η Πρόεδρος του Διοικητικού Δικαστηρίου στην προσφυγή υπ' αριθμόν 948/2018, SABRI ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εσωτερικών, Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, απόφαση ημερομηνίας 2/8/2018, αλλά και ο Έντιμος Δικαστής Γ. Σεραφείμ στην απόφαση που αφορά τον αιτητή στην προσφυγή υπ'αριθμόν 562/20, Mohammad Shamim Reza ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 30/7/2020, στην οποία παρόμοιος ισχυρισμός είχε την ίδια κατάληξη.» 

 

Με βάση τα πιο πάνω, απορρίπτω τη θέση του συνηγόρου της Αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο, καθότι υπάρχει εκχώρηση από τον Υπουργό Εσωτερικών των εξουσιών του στον εκάστοτε Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμούς και Μετανάστευσης να ασκεί τις εξουσίες του δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, ως η υπό κρίση περίπτωση, δυνάμει του άρθρου 3(2) του περί Εκχωρήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου  (Ν. 23/62).

 

Στο σημείο αυτό όμως, σημειώνω ότι προκύπτει ένα ακόμα σημαντικό ζήτημα προς εξέταση, το οποίο προέχει της εξέτασης της ουσίας της εν λόγω προσφυγής και αυτό είναι η νομική βάση έκδοσης του επίδικου διατάγματος, το οποίο εκδόθηκε στη βάση του άρθρου 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προβλέπει εξαντλητικά τους λόγους για τους οποίους αιτητής μπορεί να τεθεί υπό κράτηση. "Αιτητής", σύμφωνα με την ερμηνεία που δίδεται στο άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου «σημαίνει υπήκοο τρίτης χώρας ή ανιθαγενή, ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας και η ιδιότητα αυτή ισχύει για την περίοδο από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτηση αυτή· η έννοια του αιτητή περιλαμβάνει και ανήλικο·»(υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Με βάση τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων που έχουν προσκομιστεί στο Δικαστήριο ως Τεκμήρια, διαφαίνεται ότι η Αιτήτρια είχε υποβάλει αίτημα για παραχώρηση διεθνούς προστασίας στις 23/10/18 (βλ. ερυθρό 5 του διοικητικού φακέλου - Τεκμήριο Β), το οποίο απορρίφθηκε στις 24/06/19 (βλ. ερυθρό 24 του διοικητικού φακέλου- Τεκμήριο Β). Η Αιτήτρια ενημερώθηκε για το αποτέλεσμα της αίτησης της με επιστολή ημερ. 8/07/19 και η ίδια δεν είχε ασκήσει προσφυγή κατά της εν λόγω απόφασης. Επομένως, η Αιτήτρια δεν είχε δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία ως αιτήτρια διεθνούς προστασίας αφού είχε χάσει την ιδιότητα της και δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που τίθενται από το άρθρο 8(1)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 8 του περί Προσφύγων Νόμου: «(1)(α) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (1Α) του παρόντος άρθρου και με την επιφύλαξη της παραγράφου (β) του εδαφίου (4) του άρθρου 16Δ, ο αιτητής έχει, αποκλειστικά για το σκοπό της διαδικασίας, δικαίωμα παραμονής στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, το οποίο δικαίωμα ισχύει από την ημερομηνία υποβολής της αίτησής του μέχρι-

(i) την ημερομηνία κατά την οποία λήγει άπρακτη η προθεσμία που ορίζεται στο άρθρο 12Α του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου για άσκηση προσφυγής κατά απόφασης του Προϊσταμένου επί της εν λόγω αίτησης ή κατά απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής επί διοικητικής προσφυγής την οποία ο αιτητής τυχόν καταχώρησε ενώπιόν της, ή

(ii) σε περίπτωση που ασκήθηκε η προαναφερόμενη προσφυγή εμπρόθεσμα, την ημερομηνία έκδοσης πρωτόδικης απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου επ' αυτής.»

 

Ακολούθως, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, της απεστάλη επιστολή ημερ. 26/05/20 με την οποία καλείτο να προβεί στις αναγκαίες διευθετήσεις για να αναχωρήσει από την Κυπριακή Δημοκρατία.  Μετά την εξέλιξη αυτή η Αιτήτρια υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου ημερ. 23/09/20, η οποία απερρίφθη την ίδια ημέρα.  Συνέχισε να παραμένει στη Δημοκρατία παράνομα μέχρι που την 24/01/21 συνελήφθη για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής στην Δημοκρατία και τέθηκε υπό κράτηση, ενώ εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου.  Στις 6/02/21 επανακαταχώρησε αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου της στην Υπηρεσία Ασύλου και στις 8/02/21 το διάταγμα κράτησης ημερ. 24/01/21 το οποίο είχε εκδοθεί βάσει του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου ανεστάλη και αντικαταστάθηκε με νέο διάταγμα στη βάση του περί Προσφύγων Νόμου.  Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να εξεταστεί με βάση τις πρόνοιες του Νόμου αν η ενέργεια αυτή των Καθ'ων η Αίτηση ήταν ορθή, καθότι σε περίπτωση που η Αιτήτρια δεν θεωρείται αιτήτρια διεθνούς προστασίας, δεν μπορεί να εκδοθεί διάταγμα κράτησης της βάσει του περί Προσφύγων Νόμου. Για σκοπούς διασαφήνισης της ιδιότητας της Αιτήτριας θα παραπέμψω στα άρθρα του περί Προσφύγων Νόμου που αφορούν την ερμηνεία των όρων του Νόμου (άρθρο 2) και τις μεταγενέστερες αιτήσεις (άρθρο 16Δ).

 

Σύμφωνα με το άρθρο 16Δ(2) του περί Προσφύγων Νόμου, «Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Από το προαναφερθέν εδάφιο του περί Προσφύγων Νόμου, προκύπτει ότι η υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης δυνάμει του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, δεν θεωρείται νέα αίτηση, αλλά περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης.  Δεδομένου του γεγονότος ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2, «αιτητής» «σημαίνει υπήκοο τρίτης χώρας ή ανιθαγενή, ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας και η ιδιότητα αυτή ισχύει για την περίοδο από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτηση αυτή»,  και «τελική απόφαση» σημαίνει «απόφαση η οποία ορίζει κατά πόσον ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή ως πρόσωπο στο οποίο παραχωρείται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του παρόντος Νόμου και -

(α) έχει παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για άσκηση προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά της εν λόγω απόφασης, ή

(β) ασκήθηκε η προαναφερόμενη προσφυγή και εκδόθηκε πρωτόδικη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου επ' αυτής, ανεξάρτητα από το αν μέσω της άσκησης τέτοιας προσφυγής ο αιτητής αποκτά τη δυνατότητα να παραμένει στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές μέχρις ότου εκδοθεί η σχετική δικαστική απόφαση·», πρόσωπο το οποίο υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση/αίτημα για επανάνοιγμα, δεν μπορεί αυτόματα να θεωρηθεί ότι επανακτά την ιδιότητα του αιτητή διεθνούς προστασίας.  Η δε υποβολή μεταγενέστερης αίτησης βάσει του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, δεν συνεπάγεται αυτόματα το επανάνοιγμα του φακέλου του και επανεξέταση της αίτησης του, ώστε να αρθεί η τελεσιδικία της απόφασης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου.  Η θέση μου αυτή ενδυναμώνεται και από το γεγονός ότι μετά την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης, υπάρχει προκαταρκτική εξέταση  της μεταγενέστερης αίτησης και των νέων στοιχείων, σε δύο στάδια. 

 

Κατά πρώτον, ελέγχεται αν τα στοιχεία που υποβάλλει πρόσωπο με την καταχώρηση της μεταγενέστερης αίτησης του δεν είχαν ληφθεί υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασης του, ώστε να αποφασίσει σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 12Βτετράκις(2)(δ) (βλ. άρθρο 16Δ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου)

 

Κατά δεύτερον, εάν ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον ικανοποιούνται δύο προϋποθέσεις:

α) τα εν λόγω στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή, διεθνούς προστασίας και

β) ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.

(βλ. άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νομου)

 

Παραθέτω αυτούσιο απόσπασμα των εν λόγω εδαφίων του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

 

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

 

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

 

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του  άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.»

 

Θεωρώ λοιπόν, ότι μέχρι το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης της εν λόγω αίτησης και των στοιχείων που υποβάλλει αιτητής, κανένα πρόσωπο δεν αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα αιτητή διεθνούς προστασίας και όλα τα ευεργετήματα και/ή προνόμια και/ή δικαιώματα που απορρέουν από αυτή την ιδιότητα, μέχρις ότου η αρμόδια αρχή, ήτοι ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, αποφασίσει μετά από την προκαταρκτική εξέταση ότι θα προχωρήσει σε ουσιαστική εξέταση των εν  λόγω στοιχείων και θα εκδώσει νέα εκτελεστή απόφαση.  Τονίζω στο σημείο αυτό, ότι μόνο εφόσον κριθεί ότι η μεταγενέστερη αίτηση αιτητή είναι παραδεκτή, επανανοίγει ο φάκελος που τον αφορά και επανεξετάζεται το αίτημα του ως προς την ουσία του.  Ως εκ τούτου μόνο στην τελευταία περίπτωση, επανακτά την ιδιότητα του αιτητή διεθνούς προστασίας.

 

Με βάση λοιπόν τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, κατά τον χρόνο έκδοσης του επίδικου διατάγματος κράτησης στη βάση του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, η Αιτήτρια είχε υποβάλει αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου της, το οποίο, φαίνεται από τα στοιχεία που προσκομίστηκαν στο παρόν Δικαστήριο και δη τον διοικητικό φάκελο (Τεκμήριο Β), απορρίφθηκε ως απαράδεκτη στις 12/02/21.  Ως εκ τούτου, η Αιτήτρια δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως αιτήτρια διεθνούς προστασίας από τον χρόνο έκδοσης του επίδικου διατάγματος κράτησης μέχρι σήμερα, ώστε οι Καθ'ων η Αίτηση να βασιστούν στο άρθρο 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου ώστε να διατάξουν την κράτηση της.  Επομένως συνάγεται ότι η νομική βάση πάνω στην οποία στηρίζεται το επίδικο διάταγμα κράτησης είναι λανθασμένη. 

 

Για σκοπούς πληρότητας και με δεδομένο ότι η Αιτήτρια έχει καταχωρήσει προσφυγή με την οποία προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου να κρίνει το μεταγενέστερο αίτημα της απαράδεκτο και κατά πόσο αυτό της προσδίδει την ιδιότητα αιτητή διεθνούς προστασίας, θα παραπέμψω σε απόφαση του ΔΕΕ C‑239/14 Abdoulaye Amadou Tall, ημερ. 17 Δεκεμβρίου 2015, που αφορούσε προδικαστικό ερώτημα σχετικά με κατά πόσο το άρθρο 39 της οδηγίας 2005/85, ερμηνευόμενο· υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία βάσει της οποίας δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα η προσφυγή που ασκείται κατά αποφάσεως, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, για τη μη περαιτέρω εξέταση μεταγενέστερης αιτήσεως ασύλου.  Παραθέτω αυτούσιο απόσπασμα από την απόφαση του ΔΕΕ, το σκεπτικό του οποίου υιοθετώ, θεωρώντας ότι ενδυναμώνει το συμπέρασμά μου ότι η Αιτήτρια στην παρούσα προσφυγή δεν έχει την ιδιότητα της αιτήτριας διεθνούς προστασίας (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

« 46      Πρέπει, εξάλλου, να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας 2005/85, όταν ο αιτών άσυλο υποβάλλει νέα αίτηση ασύλου χωρίς να προσκομίζει νέα στοιχεία ή επιχειρήματα, θα ήταν δυσανάλογο να υποχρεούνται τα κράτη μέλη να ανοίγουν νέα πλήρη εξεταστική διαδικασία και, στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν επιλογή μεταξύ διαδικασιών που περιλαμβάνουν εξαιρέσεις ως προς τις εγγυήσεις των οποίων απολαύει κανονικά ο αιτών.

47      Συνεπώς, όπως προβλέπει το άρθρο 32, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/85, απόφαση περί μη περαιτέρω εξετάσεως μεταγενέστερης αιτήσεως μπορεί να ληφθεί στο πλαίσιο «ειδικής διαδικασίας», κατόπιν διαδικασίας η οποία συνίσταται, κατά το άρθρο 32, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, σε προκαταρκτική εξέταση της αιτήσεως αυτής, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να καθορισθεί εάν, μετά τη λήψη αποφάσεως επί της προηγούμενης αιτήσεως του οικείου αιτούντος, προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από αυτόν νέα στοιχεία ή πορίσματα αφορόντα την εξέταση του κατά πόσον ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως πρόσφυγα.

48      Σε κάθε περίπτωση, το άρθρο 32, παράγραφος 4, της οδηγίας 2005/85 διευκρινίζει ότι, εάν, μετά την προκαταρκτική αυτή εξέταση, προκύψουν ή υποβληθούν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του ως πρόσφυγα, η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου ΙΙ της οδηγίας αυτής, σε σχέση με τις βασικές αρχές και τις θεμελιώδεις εγγυήσεις. Αντιθέτως, εάν, όπως στην περίπτωση της κύριας δίκης, δεν συνεχισθεί περαιτέρω η εξέταση της μεταγενέστερης αιτήσεως κατόπιν της προμνησθείσας προκαταρκτικής εξετάσεως, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, εξαίρεση από τον κανόνα της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, κατά την οποία επιτρέπεται στους αιτούντες άσυλο να παραμείνουν στο κράτος μέλος αποκλειστικά για τον σκοπό της διαδικασίας.

49      Εκ των ανωτέρω συνάγεται κατά μείζονα λόγο ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η προσφυγή κατά αποφάσεως να μην εξεταστεί περαιτέρω μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στερείται ανασταλτικού αποτελέσματος.»

 

Σε σχέση δε με την παραπομπή της ευπαίδευτης συνηγόρου των Καθ'ων η Αίτηση στην απόφαση του ΔΕΕ, C‑269/18 PPU, ημερ. 5 Ιουλίου του 2018, αυτή αφορούσε απόρριψη αρχικής αίτησης των αιτητών και ως φαίνεται από τα γεγονότα, παρόλο που ασκήθηκε προσφυγή κατά της απορριπτικής απόφασης, η προσφυγή τους δεν είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα.  Λέχθηκε δε σε αυτήν (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«47.      Ωστόσο, από την απόφαση αυτή δεν μπορεί να συναχθεί ότι το ενδεχόμενο να επιτραπεί η παραμονή θα απέκλειε το να γίνει δεκτό ότι, ήδη από της απορρίψεως της αιτήσεως διεθνούς προστασίας και υπό την επιφύλαξη της υπάρξεως δικαιώματος ή άδειας διαμονής, η διαμονή του ενδιαφερομένου καθίσταται παράνομη, κατά την έννοια της οδηγίας 2008/115. Αντιθέτως, εκτός της περιπτώσεως κατά την οποία παρασχέθηκε δικαίωμα διαμονής ή χορηγήθηκε άδεια διαμονής, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, ο υπήκοος τρίτης χώρας θεωρείται παρανόμως διαμένων, κατά την έννοια της οδηγίας 2008/115, ήδη από της εκ μέρους της υπεύθυνης αρχής απορρίψεως σε πρώτο βαθμό της αιτήσεώς του παροχής διεθνούς προστασίας, τούτο δε ανεξαρτήτως του αν επετράπη η παραμονή του εν αναμονή της εκδικάσεως της προσφυγής που ασκήθηκε κατά της απορρίψεως αυτής (απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi, C‑181/16, EU:C:2018:465, σκέψεις 44 και 59).»

 

Με βάση τα ανωτέρω, το επίδικο διάταγμα κράτησης της Αιτήτριας εκδόθηκε παράνομα, στη βάση λανθασμένης νομοθεσίας και/ή υπό καθεστώς νομικής πλάνης, καθότι η Αιτήτρια δεν μπορεί να θεωρηθεί αιτήτρια διεθνούς προστασίας και έχει απωλέσει την ιδιότητα της αυτή αφού η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επί του αρχικού της αιτήματος περιήλθε εις γνώσιν της από τις 8/07/19 και δεν άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης αυτής.  Ως εκ τούτου, το επίδικο διάταγμα κράτησης ακυρώνεται.  Δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου η περαιτέρω εξέταση των γεγονότων της παρούσας προσφυγής.  Σημειώνω επίσης, ότι το συμπέρασμα μου ότι η Αιτήτρια δεν έχει την ιδιότητα αιτήτριας ασύλου ώστε να κρατείται με βάση το άρθρο 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου, δεν επηρεάζεται από τυχόν έγκριση αίτησης για δικαίωμα παραμονής της στην Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Υπό το φως των όσων έχω αναλύσει ανωτέρω, η προσφυγή επιτυγχάνει ως προς το αιτητικό Α και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα €1.500, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ'ων η αίτηση.

 

 

  Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο